62ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ||
4- 14/11/2021
Καθολικά προσβάσιμη προβολή της ταινίας Δοξόμπους στο 62ο ΦΚΘ
H ταινία Δοξόμπους, που προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1987, επέστρεψε την Παρασκευή, 5 Νοεμβρίου στις οθόνες του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στην πρώτη από τις δύο προβολές καθολικής προσβασιμότητας που πραγματοποιεί το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Alpha Bank, χορηγό προσβασιμότητας του Φεστιβάλ. Την ταινία προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο οποίος αυτοπροσδιορίστηκε ενώπιον του κοινού.
«Είμαι ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ. Είμαι περίπου 1.80, φοράω λαδί κοστούμι και μια μπλούζα με κάτι παρδαλά σχέδια. Φοράω γυαλιά και τα μαλλιά μου είναι επίσης λίγο παρδαλά. Δεν είναι καθόλου αστείο αυτό που κάνω. Προσδιορίζομαι, διότι υπάρχουν στην αίθουσα και τυφλοί. Διότι η σημερινή προβολή είναι καθολικά προσβάσιμη. Θα υπάρχει ακουστική περιγραφή για τυφλούς και άτομα με προβλήματα όρασης και υπότιτλοι για κωφούς και άτομα με προβλήματα ακοής».
Στη συνέχεια, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, αναφέρθηκε στην ταινία Δοξόμπους, επισημαίνοντας πως πρόκειται για μια από τις πιο γοητευτικές και συναρπαστικές ιστορίες του ελληνικού σινεμά. «Ήταν όμως και μια ταινία που αδικήθηκε. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι η πιο παρεξηγημένη και πιο αδικημένη ταινία της ιστορίας του ελληνικού σινεμά. Φέτος νιώσαμε την υποχρέωση να ξεπληρώσουμε αυτή την αδικία και να κάνουμε μια ειδική προβολή για να επανεκτιμήσουμε αυτή την εξαιρετική ταινία», είπε χαρακτηριστικά.
Την προβολή της ταινίας τίμησε με την παρουσία του ο ίδιος ο δημιουργός και σκηνοθέτης, Φώτος Λαμπρινός, ο οποίος απάντησε σε ερωτήσεις του κοινού μετά την προβολή. Αρχικά, αναφέρθηκε στις επιρροές του: «Η ταινία αυτή ήταν μια διαδικασία 3-4 χρόνων. Στην πορεία, υπήρξε μια ταινία που με επηρέασε πάρα πολύ, ώστε να αποτολμήσω αυτό που είδατε - γιατί περί τόλμης πρόκειται. Είναι η ταινία Αντρέι Ρουμπλιόφ του Αντρέι Ταρκόφσκι. Όταν ετοίμαζα το Δοξόμπους, το είχα συνέχεια στο κεφάλι μου. Έχω σπουδάσει στη Μόσχα, με τον Μιχαήλ Ρομ δάσκαλο, στα εργαστήρια του οποίου βγήκε η μεγάλη φουρνιά των ρώσων σοβιετικών, ουκρανών και γεωργιανών σκηνοθετών της δεκαετίας του ’60, ανάμεσα στους οποίους και ο Ταρκόφσκι», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην υποδοχή της ταινίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: «Η ταινία έξω είχε πάρα πολύ καλή υποδοχή, στο Λονδίνο το αποκάλεσαν “real discovery”. Στο Παρίσι προβλήθηκε δύο φορές και ο αγαπητός φίλος μου, Κώστας Γαβράς, δεν μπόρεσε να βρει θέση και την παρακολούθησε όρθιος. Με πήρε στο τηλέφωνο μετά την προβολή για να με ρωτήσει πώς κατάφερα να γυρίσω στην Ελλάδα μια τέτοια ταινία. Στην Αθήνα είχαμε κλείσει την Αλκυονίδα, αλλά ο αιθουσάρχης αθέτησε τη συμφωνία και κατέβασε την ταινία σε δυο εβδομάδες, ενώ είχε κάνει 12.500 εισιτήρια που ήταν ρεκόρ για την αίθουσα. Για διάφορους λόγους και εξαιτίας της γενικότερης κατάστασης στο ελληνικό σινεμά, δεν είχε την πορεία που θα μπορούσε να είχε. Όπου προβλήθηκε πάντως, είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Τα σχόλια και οι εντυπώσεις ήταν εξαιρετικές, σε βαθμό που είχα συγκινηθεί».
Ακολούθως, αναφέρθηκε τόσο στην αρχική ιδέα που τον ενέπνευσε όσο και στη συνολική του σχέση με το είδος του ντοκιμαντέρ. «Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε στις Πρέσπες, όπου έκανα μια σειρά ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ. Το αρχικό έναυσμα ήταν ένα έγχρωμο ημίωρο που έκανα για τους θρύλους των Πρεσπών. Το ντοκιμαντέρ είναι, επίσης, κινηματογράφος. Η ταινία στηρίχθηκε σε πολύ συγκεκριμένα στοιχεία που φροντίσαμε να είναι έγκυρα. Θέλαμε να έχει σχέση με την ιστορία και την πραγματικότητα και να μην είναι αυθαίρετη. Στηριχτήκαμε σε πολύ μεγάλο βαθμό και στο καταπληκτικό βιβλίο της Αγγελικής Λαϊου-Θωμαδάκη, Η Αγροτική Ζωή στο Ύστερο Βυζάντιο».
Η βραδιά συνεχίστηκε με εκπλήξεις, καθώς σε ερώτηση του κοινού σε σχέση με τη μουσική επένδυση της ταινίας, ο σκηνοθέτης κάλεσε επί σκηνής τον Κώστα Βόμβολο, ο οποίος είχε την επιμέλεια της μουσικής. «Έψαχνα την αίσθηση του καλαμένιου πνευστού γενικώς. Υπάρχει, επίσης, η μουσική των αγιογράφων με δυτικά όργανα, που όμως δεν παίζουν ακριβώς με δυτικό τρόπο. Χρησιμοποιείται πολύ το τρίτονο, μουσική που θεωρείται ότι είναι του διαβόλου. Την ίδια μουσική υποτίθεται ότι κλέβουν οι τσιγγάνοι και παίζεται στον ζουρνά», εξήγησε ο κ. Βόμβολος.
Ο Φώτος Λαμπρινός αποκάλυψε όμως και τη μεγάλη σημασία που είχε η παρουσία των αιρετικών αγιογράφων στην ιστορία του, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του κοινού. «Είναι ένα κομβικό στοιχείο στην περίοδο εκείνη, ένα γεγονός υπαρκτό και διαδεδομένο. Κάναμε μια σύνθεση των αιρέσεων στην ομάδα που παρουσιάσαμε. Όπως αρχίζει η πορεία προς την κατάρρευση μέσα σε αυτό το κλίμα, ήταν αδύνατο να μην υπάρχει το στίγμα των “αιρετικών”. Είναι και αυτό ένα στοιχείο του ντοκιμαντέρ που έπρεπε να υπάρχει οπωσδήποτε στην ταινία», δήλωσε.
H βραδιά έκλεισε με μια ιστορία που διηγήθηκε ο Φώτος Λαμπρινός, η οποία σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της προσβασιμότητας. «Πριν πολλά χρόνια, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μού αφηγήθηκε το εξής περιστατικό. Τον είχαν καλέσει σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, σε ένα φεστιβάλ. Έκπληκτος είδε εκεί ότι ο διευθυντής του φεστιβάλ ήταν τυφλός. Ο διευθυντής κάθισε στην πρώτη σειρά και δίπλα του η γυναίκα του, η οποία ψιθύριζε καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας στο αυτί του τους διαλόγους, την εικόνα και τη δράση. Όταν τέλειωσε η προβολή, τον λόγο πήρε ο διευθυντής λέγοντας “η ταινία που μόλις τώρα είδαμε..”. Ήταν να βάλεις τα κλάματα», κατέληξε ο Φώτος Λαμπρινός.