H ΕΠΑΥΛΗ / ΑΚΟΥΜΠΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ / ΕΞΑΤΜΙΖΟΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ / Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ / ΟΙ ΣΕΜΠΑΜΠ ΤΟΥ ΓΙΑΡΜΟΥΚ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 16 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ίβα Ραντιβόγιεβιτς (Εξατμιζόμενα σύνορα), Νοθέμ Κογιάδο (Η γυναίκα και το νερό), Άξελ Σαλβατόρι–Σινς (Οι Σεμπάμπ του Γιαρμούκ), Οράθιο Αλκαλά (Ακουμπώντας τον ουρανό) και Σόνι Κόεν (Η έπαυλη).
Στο ξεκίνημα της εκδήλωσης, το λόγο πήρε ο Άξελ Σαλβατόρι–Σινς, ο οποίος αναφέρθηκε στην απόφασή του να ταξιδέψει ως τη Συρία, προκειμένου να καταγράψει στο ντοκιμαντέρ του τη ζωή των Σεμπάμπ, μίας ομάδας νεαρών Παλαιστινίων προσφύγων στο στρατόπεδο του Γιαρμούκ. Ο ίδιος επεσήμανε σχετικά: «Ολοκλήρωσα την ταινία πριν από δύο χρόνια. Όταν συνάντησα τους νεαρούς ήρωες του ντοκιμαντέρ διαπίστωσα ότι επειδή είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στη Συρία δεν ήθελαν να γυρίσουν στην Παλαιστίνη. Ήθελαν να βρουν έναν τρόπο να συνεχίσουν να ζουν στη Συρία, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά τους. Όταν τους γνώρισα ήταν 20 ετών και τώρα είναι 26. Στο μεταξύ, τα πάντα αλλάζουν και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον οι νέοι αυτοί ψάχνουν τον εαυτό τους. Με τον πόλεμο στη Συρία, η ταυτότητα των Σεμπάμπ υπέστη πολλές μεταβολές. Αυτή τη στιγμή, ο καταυλισμός όπου ζούσαν έχει καταστραφεί ολοσχερώς, θυμίζει Βερολίνο του ‘45. Ο Χασάν, ένας από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, πέθανε πριν από τέσσερις μήνες. Προσπαθούσε να δραπετεύσει, τον συνέλαβε το καθεστώς και τον υπέβαλλαν σε βασανιστήρια. Δύο άλλοι ήρωες του φιλμ διέφυγαν στη Χιλή, όπου σπουδάζουν κινηματογράφο, ενώ ένας τρίτος ζει στην Ευρώπη». Ο σκηνοθέτης συμπλήρωσε ότι αυτό το διάστημα ετοιμάζει τη νέα του ταινία, η οποία, όπως υπογράμμισε, θα έχει θέμα τον Λίβανο.
Το θέμα της μετανάστευσης προσεγγίζει και η ταινία Εξατμιζόμενα σύνορα της Ίβα Ραντιβόγιεβιτς, η οποία διαδραματίζεται στην Κύπρο. Η γιουγκοσλαβικής καταγωγής σκηνοθέτιδα, η οποία μεγάλωσε στη Μεγαλόνησο, καταγράφει την εμπειρία μεταναστών που ζητούν άσυλο εκεί. Αναφερόμενη στο ντοκιμαντέρ της, η δημιουργός τόνισε χαρακτηριστικά: «Πρόθεσή μου ήταν να κάνω μία προσωπική, υποκειμενική ταινία, έτσι ώστε ο θεατής να ξέρει από πού προέρχονται οι πληροφορίες που λαμβάνει. Το ντοκιμαντέρ αφορά στην αίσθηση του ανήκειν, την ταυτότητα και το πώς συμμετέχουμε σήμερα σε μία διαδικασία αδιαλλαξίας. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της μετανάστευσης είναι μεγαλύτερο. Στην Κύπρο διαπίστωσα ότι συχνά ταυτίζουν τους μετανάστες με τους Τούρκους, πράγμα που περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Καθώς κατάγομαι από τη Γιουγκοσλαβία, έχω ζήσει στην Κύπρο και πλέον κατοικώ στη Νέα Υόρκη, δεν νιώθω ότι ανήκω πουθενά, προτιμώ να μην έχω μία, αλλά περισσότερες χώρες». Η ίδια πρόσθεσε: «Από την άποψη αυτή, πιστεύω ότι η ταινία μου θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν ξένο. Παράλληλα όμως, νιώθω και μία ταύτιση ως Κύπρια, καθώς μπορώ να κατανοήσω τη νοοτροπία του ντόπιου πληθυσμού».
Σε ένα διαφορετικό θέμα, οικολογικού και πολιτικού προσανατολισμού, εστιάζει το ντοκιμαντέρ Η γυναίκα και το νερό της Νοθέμ Κογιάδο. Η ταινία αναλύει τη σχέση των γυναικών με το νερό και θέτει ένα καίριο ερώτημα: ποιος έχει δικαίωμα στο νερό όταν αυτό σπανίζει; Η Ισπανίδα σκηνοθέτιδα μιλώντας για την απόφασή της να γυρίσει την ταινία, επεσήμανε: «Πιστεύω ότι το νερό είναι απολύτως απαραίτητο για τη ζωή. Κανείς δεν έχει βάλει τιμή στον αέρα που αναπνέουμε, ωστόσο ορισμένες ιδιωτικές εταιρίες βάζουν τιμή στο νερό. Στη νότια Ισπανία από όπου κατάγομαι, η ανομβρία μας ταλαιπωρεί επί σειρά ετών και το νερό σπανίζει. Έχουμε κρατικό ίδρυμα ύδρευσης και αντιμετωπίζουμε παρόμοιο πρόβλημα με τη Θεσσαλονίκη: Η κυβέρνηση σχεδιάζει να ιδιωτικοποιήσει την εταιρεία ύδρευσης. Διαπίστωσα ότι οι πολιτικοί βάζουν ένα ταμπελάκι με τιμή στις βασικές ανάγκες των ανθρώπων». Για τις ανάγκες της ταινίας, η δημιουργός ταξίδεψε στην Ινδία, καταγράφοντας την ευθύνη των γυναικών να μεταφέρουν νερό σε περιοχές χωρίς ύδρευση. Η ίδια τόνισε: «Στην Ινδία το 46% του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό και το 80% αναγκάζεται να μεταφέρει νερό από πηγάδι. Οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες από ηλικία επτά ετών να μεταφέρουν νερό κι έτσι δεν πηγαίνουν σχολείο. Μεγάλες εταιρίες εμφιαλώνουν το νερό και το πωλούν. Λόγω αυτής της εκμετάλλευσης του νερού, συχνά οι ντόπιοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν». Ένα σοβαρό ζήτημα που θίγει επίσης η ταινία είναι αυτό της μόλυνσης των υδάτων. Η κ. Κογιάδο τόνισε σχετικά: «Η κατάσταση στην Ινδία είναι τραγική. Τα τελευταία χρόνια έχασαν τη ζωή τους 1,5 εκατ. παιδιά λόγω νερού που είναι μολυσμένο από αρσενικό και άλλες επικίνδυνες ουσίες». Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της «ενταγμένο στο κίνημα των κοινωνικών ανταρτών», όπως είπε. «Δεν βρίσκω εύκολα χρηματοδότηση και αναγκάζομαι να κάνω σχεδόν τα πάντα μόνη μου. Θεωρώ σημαντική την ευκαιρία να συμμετέχω σε φεστιβάλ και νιώθω ευγνώμων που βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη», πρόσθεσε η ίδια.
Σε διαφορετικό κλίμα κινείται το ντοκιμαντέρ Ακουμπώντας τον ουρανό του Οράθιο Αλκαλά, το οποίο επιχειρεί να φωτίσει το πάθος και τα κίνητρα που εμπνέουν τους καλλιτέχνες του τσίρκου. Η ταινία προσεγγίζει το θέμα μέσα από μία προσωπική ματιά, καθώς ο σκηνοθέτης υπήρξε και ο ίδιος μέλος μιας ομάδας τσίρκου. Ο ίδιος υπογράμμισε σχετικά: «Ήθελα να αλλάξω την αντίληψη του κόσμου για το τσίρκο, όχι αυτό με τα ζώα, αλλά το σύγχρονο τσίρκο, που είναι μείγμα θεάτρου, χορού και ακροβατικών. Χρειάστηκαν επτά χρόνια για να γυρίσω την ταινία και συνάντησα αρκετές δυσκολίες χρηματοδότησης. Λόγω της ιδιότητάς μου, είχα πρόσβαση σε μεγάλους θιάσους, όπως το Cirque de Soleil. Έκανα γυρίσματα σε δέκα χώρες, από τον Καναδά και την Ισπανία ως την Παλαιστίνη». Ο δημιουργός συμπλήρωσε: «Το ντοκιμαντέρ μιλά για απλούς ανθρώπους που κάνουν εξαιρετικά πράγματα. Ήθελα να δείξω το πάθος και την αφοσίωση που φαίνεται στα μάτια τους. Δεν με ενδιέφερε τόσο να δείξω τα ακροβατικά νούμερα, όσο τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, γι’ αυτό και στρέφω την κάμερα πολύ κοντά τα πρόσωπά τους, απεικονίζοντας όσα δεν μπορούμε να διακρίνουμε στο τσίρκο». Για την ταινία, ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τον κλαρινετίστα Σταύρο Παζαρέντζη από τη Νάουσα, τον οποίο, όπως είπε ο ίδιος, συγκαταλέγει στους σημαντικότερους μουσικούς του χώρου του παγκοσμίως.
Ένα στριπτιζάδικο είναι το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται το ντοκιμαντέρ Η έπαυλη του Σόνι Κόεν. Ο ίδιος προσεγγίζει αυτό το ασυνήθιστο θέμα μέσα από μια διπλή ιδιότητα: αυτή του σκηνοθέτη αλλά και του αφεντικού της εν λόγω επιχείρησης. Μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου, ο Καναδός δημιουργός υπογράμμισε: «Όταν ήμουν έξι ετών, ο πατέρας μου αγόρασε την ‘’Έπαυλη’’, ένα επαρχιακό στριπτιζάδικο. Απέφευγα την οικογενειακή επιχείρηση ως τα 30 μου χρόνια, οπότε και αποφάσισα για πρώτη φορά να δουλέψω εκεί. Παράλληλα, ξεκίνησα τα γυρίσματα της ταινίας, το βασικό θέμα της οποίας είναι εθισμός στην αγάπη, το σεξ, το φαγητό. Το θέμα αυτό το κατέγραψα σε σχέση με την οικογένειά μου: Η μητέρα μου αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ανορεξίας, ενώ ο πατέρας μου ζυγίζει περίπου 180 κιλά. Μεταξύ άλλων, με απασχολούσε και το πώς συνέχισαν οι γονείς μου να ζουν μαζί τόσα χρόνια». Όπως επισήμανε ο κ. Κόεν, η διαδικασία των γυρισμάτων ήταν σε μεγάλο βαθμό παράδοξη, καθώς οι γονείς του ποτέ δεν πίστεψαν ότι θα γυριζόταν η ταινία κι έτσι ο ίδιος είχε απόλυτη ελευθερία να τους καταγράφει με την κάμερα. Ο σκηνοθέτης πρόσθεσε: «Δεν έδειξα την ταινία από πριν στους γονείς μου, μάλιστα έμαθαν γι’ αυτήν πολύ αργότερα, διαβάζοντας σε εφημερίδα ότι επρόκειτο να προβληθεί στο φεστιβάλ Hot Docs στον Καναδά. Τελικά, μέσα από την περιπέτεια της ταινίας, διαπίστωσα ότι οι σχέσεις στην οικογένειά μου συσφίχθηκαν. Για παράδειγμα, τώρα τρώμε συχνά μαζί, ενώ πριν αυτό δεν συνέβαινε καθόλου. Όσο για μένα, συνεχίζω και σήμερα να εργάζομαι στο στριπτιζάδικο».
Οι παράλληλες εκδηλώσεις του 16ου ΦΝΘ, χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.