Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 19/3
Ο κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Αννέτα Παπαθανασίου (Παίζοντας με τη φωτιά), Μένιος Καραγιάννης (ΑΡΙΚΑ.Α), Στέλιος Κούλογλου (Η νονά), Νούρια Ιμπάνιες (Το γυμνό δωμάτιο), Σαντιάγο Εστέινου (Τα χρόνια του Φιέρο), Κάρλο Πρεβόστι (Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί) και Έντγκαρ Χάγκεν (Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου).
Αρχικά οι σκηνοθέτες έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους. Το λόγο πήρε πρώτος ο Κάρλο Πρεβόστι, ένας από τους πέντε σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ Τσαπουλτζού: Φωνές από το Γκεζί, το οποίο καταγράφει το κίνημα του πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη. «Νιώθω χαρούμενος που παρουσιάζω εδώ στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την ταινία μας, μία ταινία μηδενικού προϋπολογισμού, που γυρίστηκε σε μόλις πέντε ημέρες», εξήγησε ο Ιταλός σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Θελήσαμε να αποτυπώσουμε μια στιγμή μεγάλης αλλαγής στην Κωνσταντινούπολη. Όπως μου είπε και ένας θεατής που είδε την ταινία στη Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι σαν το Παρίσι του '68. Ελπίζω ότι φτιάξαμε ένα ντοκιμαντέρ για τις επόμενες γενιές».
Στη συνέχεια, ο Μένιος Καραγιάννης μίλησε για το ντοκιμαντέρ του ΑΡΙΚΑ.Α, στο οποίο σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός ξεχωριστού ζωγράφου, του 80χρονου Δημήτρη Ανδριανόπουλου. «Πρόκειται για μία ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη, ο οποίος αρνείται να εκθέσει και να πουλήσει τους πίνακες του, ενώ τους υπογράφει με το όνομα της συζύγου του. Αυτά τα στοιχεία ήταν που με τράβηξαν να γυρίσω την ταινία», τόνισε ο δημιουργός.
Από την πλευρά του, ο ελβετός σκηνοθέτης Έντγκαρ Χάγκεν στο ντοκιμαντέρ Ταξίδι στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου διερευνά το περίπλοκο ζήτημα της ταφής των πυρηνικών αποβλήτων. Ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Το θέμα αφορά όχι μόνο στην Ελβετία, αλλά και πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο όπου η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από πυρηνικά εργοστάσια, τα τοξικά απόβλητα των οποίων θα μείνουν ενεργά για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ ήταν ένα τεράστιο πρότζεκτ που μου πήρε πέντε χρόνια να ολοκληρώσω».
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται το ντοκιμαντέρ Γυμνό δωμάτιο της Νούρια Ιμπάνιες. Η Ισπανικής καταγωγής σκηνοθέτιδα, που ζει και εργάζεται στο Μεξικό, εξήγησε: «Η ταινία διαδραματίζεται στην αίθουσα συμβουλευτικής αγωγής ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου παιδιών, στην Πόλη του Μεξικού. Δεν με ενδιέφερε τόσο η ψυχιατρική πλευρά του ζητήματος, όσο το να δείξω την κοινωνική μας πραγματικότητα».
Μεξικανικής παραγωγής είναι και η ταινία Τα χρόνια του Φιέρο, η οποία παρακολουθεί την υπόθεση ενός θανατοποινίτη μεξικανού μετανάστη που βρίσκεται έγκλειστος σε φυλακή του Τέξας. Ο σκηνοθέτης Σαντιάγο Εστέινου αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη περίπτωση του ήρωά του: «Ο Φιέρο –του οποίου το όνομα στα ισπανικά σημαίνει “σίδηρος”- είναι φυλακισμένος εδώ και 35 χρόνια και περιμένει την ημερομηνία εκτέλεσής του, επιμένοντας ότι είναι αθώος. Κι όλα αυτά τα χρόνια η εκτέλεση δεν έρχεται, διότι η περίπτωσή του είναι αμφιλεγόμενη».
Το ντοκιμαντέρ Παίζοντας με τη φωτιά η Αννέτα Παπαθανασίου εστιάζει σε μία ομάδα γυναικών ηθοποιών στο Αφγανιστάν. «Οι γυναίκες αυτές αγωνίζονται για τη ζωή και την τέχνη τους. Είναι ένα διαφορετικό φιλμ για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην αρχή βλέπουμε τις ηρωίδες να παίζουν Μολιέρο και στο τέλος υποχρεώνονται να πολεμήσουν για τη ζωή τους, γιατί το θέατρο θεωρείται παράνομο κι αυτές χαρακτηρίζονται πόρνες», εξήγησε η σκηνοθέτιδα, η οποία βρέθηκε στην Καμπούλ για να διδάξει αρχαίο ελληνικό δράμα και εμπνεύστηκε το ντοκιμαντέρ.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είναι το κεντρικό πρόσωπο στο ντοκιμαντέρ Η νονά του Στέλιου Κούλογλου. Ο ίδιος επεσήμανε: «Πρόκειται για μία ασυνήθιστη βιογραφία της Μέρκελ. Προσπαθώ να ερμηνεύσω τις πολιτικές της στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδίως το Νότο, ανατρέχοντας στη ζωή της, στα νεανικά της χρόνια στην Αν. Γερμανία. Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου η Μέρκελ ήταν 35 ετών. Στην ταινία θέλησα να ‘’συνδυάσω’’ τη ζωή και τις πολιτικές της, κατά τη γνώμη μου καταστροφικές για την Ευρώπη και την ίδια τη χώρα της».
Η συζήτηση στράφηκε στο ζήτημα των δυνατοτήτων που υπάρχουν για τους δημιουργούς ντοκιμαντέρ έτσι ώστε να δείξουν τη δουλειά τους στο ευρύ κοινό. Για το θέμα αυτό, ο κ. Κούλογλου παρατήρησε: «Η ταινία μου βγαίνει αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας. Δούλεψα για πολλά χρόνια στην τηλεόραση, πριν από το τρομερό κλείσιμο της ΕΡΤ, επομένως είχα διαφορετική σχέση με το τηλεοπτικό κοινό. Ωστόσο, άλλος είναι και ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει κανείς ένα ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση και άλλος για τον κινηματογράφο. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να κρατάς το κοινό ώστε να μην κάνει ζάπινγκ, ενώ στη δεύτερη έχεις χρόνο να εκφράσεις καλύτερα τις ιδέες σου». Από την άλλη, ο κ. Καραγιάννης τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη «να πείσουν οι κινηματογραφιστές του χώρου τον κόσμο ότι το ντοκιμαντέρ δεν είναι απλώς μία αφήγηση ιστορίας -κάτι που θα το έκανε να θυμίζει ρεπορτάζ-, αλλά ότι είναι κινηματογράφος». Με τον Έλληνα σκηνοθέτη συμφώνησε η κ. Ιμπάνιες, προσθέτοντας ότι στο Μεξικό αυτό το διάστημα γίνονται ορισμένες κινήσεις για τη βελτίωση της διανομής των ντοκιμαντέρ στις αίθουσες. Στην κατάσταση στο Μεξικό αναφέρθηκε και ο κ. Εστέινου, παρατηρώντας ότι «σταδιακά ο κόσμος ανακαλύπτει ότι τα ντοκιμαντέρ δεν είναι βαρετά, όπως πίστευε μέχρι πρόσφατα». Μιλώντας για το ίδιο ζήτημα, η κ. Παπαθανασίου έκανε λόγο για τον ευεργετικό ρόλο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. «Σε άλλα φεστιβάλ γενικότερης θεματολογίας έφτασα στο σημείο να ζητήσω να αφαιρέσουν τη λέξη “ντοκιμαντέρ”, γιατί ο κόσμος δεν ερχόταν να δει την ταινία. Πρέπει να εκπαιδευτεί το κοινό κι αυτό είναι κάτι που κάνουν τα Φεστιβάλ», είπε χαρακτηριστικά η σκηνοθέτιδα. Με τη σειρά του, ο κ. Πρεβόστι σημείωσε: «Στη χώρα μου τα ντοκιμαντέρ θεωρούνται βαρετά. Τα κανάλια δείχνουν κυρίως επιστημονικά ντοκιμαντέρ. Πάντως, για να προσελκύσω το ενδιαφέρον του κοινού, μου αρέσει να βάζω στις ταινίες μου κομμάτια στα οποία ο κόσμος γελάει». Διαφορετικά είναι τα πράγματα στην Ελβετία, όπως εξήγησε ο κ. Χάγκεν, επισημαίνοντας: «Στη χώρα μου τα περισσότερα προβλήματα οφείλονται στην πολυγλωσσία του πληθυσμού. Δεν έχεις, για παράδειγμα, την ευκαιρία να προωθήσεις ένα πολιτικό ντοκιμαντέρ με την ίδια ευκολία στο γαλλόφωνο ή στο γερμανόφωνο τμήμα της χώρας. Γι’ αυτό και εμείς οι κινηματογραφιστές προτιμάμε να γυρίζουμε ταινίες που καθρεφτίζουν την κοινωνία. Πιστεύω ότι το σινεμά είναι πάνω από όλα η προσπάθεια να αφηγηθείς μία ιστορία κι όχι απλώς να αραδιάσεις τα δεδομένα. Στην Ελβετία, πάντως, δουλεύουμε πολύ με τα σχολεία, δείχνουμε ντοκιμαντέρ στους μαθητές και ακολουθούν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις». Από την πλευρά του, ο κ. Κούλογλου αναφέρθηκε στην εμπειρία από το ταξίδι του στο Μεξικό, όπου προσκλήθηκε να παρουσιάσει την προηγούμενη ταινία του σε μεγάλο φεστιβάλ. «Με εντυπωσίασε το κοινό, που ήταν πολύ θερμό να παρακολουθήσει, πολύ ανοιχτό σε ιδέες, περισσότερο ίσως κι από τους θεατές εδώ στην Ευρώπη. Κι όλα αυτά σε μία χώρα την οποία γνωρίζουμε στην Ελλάδα σχεδόν μόνο για τα περιστατικά διαφθοράς και διακίνησης ναρκωτικών».
Το σημαντικό ζήτημα της χρηματοδότησης ταινιών απασχολεί τους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ, ωστόσο σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με τη χώρα όπου δραστηριοποιούνται. Ο κ. Χάγκεν διευκρίνισε ότι έλαβε κρατική χρηματοδότηση για το ντοκιμαντέρ του, προσθέτοντας επίσης ότι δεν θα απευθυνόταν σε ιδιωτικούς φορείς για να ζητήσει χρήματα, καθώς αυτή είναι η όλη ιδέα του να γυρίζει κανείς ανεξάρτητες ταινίες. Στο Μεξικό, όπως είπαν η κ. Ιμπάνιες και ο κ. Εστέινου, γίνεται μια προσπάθεια να ενισχυθεί η χρηματοδότηση ταινιών μέσω ενός συστήματος παρακράτησης φόρου από μεγάλες εταιρίες, κίνηση η οποία αναμένεται να επιφέρει αλλαγές στο μεξικανικό σινεμά. Στην Ιταλία, όπως είπε ο κ. Πρεβόστι, το σινεμά θεωρείται βιομηχανία. «Πρέπει να πουλάς για να σε χρηματοδοτήσουν», τόνισε ο ίδιος. Η κ. Παπαθανασίου αναφέρθηκε στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. «Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ και το “πάγωμα” των χρηματοδοτήσεων από το ΕΚΚ. Δεν χρηματοδοτούμαστε πια από το κράτος. Είμαστε δημιουργοί υπό απειλή. Επιπλέον, λόγω της κρίσης, ούτε οι ιδιωτικές εταιρίες δείχνουν ενδιαφέρον να μας χρηματοδοτήσουν. Το ντοκιμαντέρ επιβιώνει λόγω της επιμονής των δημιουργών κι αυτό δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα συνεχίσει να συμβαίνει».