Masterclass Θέμις Μπαζάκα

Αφιέρωμα «Ποιος παίζει;» στην υποκριτική

Masterclass Θέμις Μπαζάκα

 

Η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός Θέμις Μπαζάκα παρέδωσε την Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, masterclass στο πλαίσιο του μεγάλου αφιερώματος «Ποιος παίζει; / Time to Act» του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στην υποκριτική. Τη συζήτηση προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω κυρία Μπαζάκα για τη φετινή σας αφιλοκερδή συμμετοχή στο Φεστιβάλ. Θα ήθελα να διηγηθώ μια ανεκδοτολογική ιστορία από τα παλιά χρόνια του ελληνικού σινεμά. Πάει ένας νέος ηθοποιός και λέει στον Δημήτρη Χορν, που είχε πολύ τρακ ενόψει της πρεμιέρας του, ότι εκείνος δεν έχει καθόλου άγχος. Και του απαντάει ο Χορν “μην ανησυχείς παιδί μου, το άγχος πάει με το ταλέντο”. Αυτό το σκεφτόμουν από χθες, γιατί η Θέμις έχει τρακ, αλλά και τρομερή αγωνία. Και αυτό συμβαίνει γιατί έχει και πολύ ταλέντο. Και η λέξη masterclass δεν της πολυαρέσει. Αυτό που θα κάνει σήμερα είναι να μοιραστεί τις εμπειρίες της μαζί μας. Θα δούμε μερικές σκηνές από εμβληματικές ταινίες στις οποίες έχει παίξει. Την καθεμία την επιλέξαμε γιατί έχει και μια μικρή ιστορία για τον τρόπο που προσεγγίζεις ή διαλέγεις έναν ρόλο».

 

Τον λόγο πήρε έπειτα η Θέμις Μπαζάκα: «Μην περιμένετε να σας πω κάτι μαγικό ή φοβερό που θα σας λύσει όλα τα προβλήματα. Κάθε φορά που είναι να κάνω μια ταινία αντιμετωπίζω το κενό. Δεν ξέρω να παίζω, δεν ξέρω πώς να αγγίξω τον ρόλο. Με τα χρόνια αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει μια μικρή ροή σε αυτό και αυτήν ακριβώς πρέπει να ακολουθούμε. Πάνω από όλα είναι το καλογραμμένο σενάριο. Μπορεί να το διαβάσω και εκατό φορές. Αυτή η επανάληψη αρχίζει να αποκαλύπτει διάφορα. Σε συνεννόηση με τον σκηνοθέτη σου, αρχίζει να διαμορφώνεται μια εικόνα. Με τις αντιφάσεις που βρίσκεις, με αυτά που συμφωνείς αρχίζει και δημιουργείται ένας σκελετός και πάνω σε αυτόν δουλεύεις. Μαθαίνω όλα τα λόγια. Και των συμπρωταγωνιστών μου, γιατί συνήθως εκεί βρίσκονται τα μικρά μυστικά του ρόλου μου. Αυτό δεν σταματάει ποτέ. Ούτε μέσα στα γυρίσματα. Όλες οι σκέψεις του ήρωα βρίσκονται μέσα στα λόγια. Αυτό που ζωντανεύει έναν χαρακτήρα δεν είναι αυτό που λέει, αλλά αυτό που σκέφτεται. Όλες αυτές οι σκέψεις ακόμη και όταν δεν μιλάς περνάνε μέσα στην κάμερα και από κει στον θεατή. Ακόμα και όταν έχεις κενό και δεν σκέφτεσαι τίποτα. Αυτό που λέμε “έχω μείνει άφωνος”. Δεν είναι κενό. Κάτι έχει προηγηθεί για να σε φτάσει σε αυτό το σημείο».

 

Σε ερώτηση του κ. Ανδρεαδάκη για τη διαφορά ανάμεσα σε ένα θεατρικό έργο και μια κινηματογραφική ταινία, η κ. Μπαζάκα απάντησε τα εξής: «Στο θέατρο κάνουμε πρόβες. Στο σινεμά δεν κάνουμε πολλές πρόβες, γιατί πρέπει να προετοιμαστείς μόνος σου. Επίσης δεν ξέρεις ποιος θα είναι ο χώρος σου. Περιγράφεται σε ένα σενάριο, αλλά πηγαίνεις στο σετ και έχουν αποφασίσει κάτι άλλο. Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζεις τα λόγια τόσο καλά ώστε να μπορείς να αυτοσχεδιάσεις. Ένας καλός σκηνοθέτης πρέπει να σε παροτρύνει. Να δεις τι είδους ταινία θέλει να κάνει. Να σου δώσει κάποιες εικόνες για το τι θα είναι. Πιστεύω πως ένας ηθοποιός πρέπει να έχει καλλιέργεια και γνώση σε πολλά επίπεδα της τέχνης. Με ενδιαφέρει για παράδειγμα πώς θα είναι η φωτογραφία. Την κάμερα δεν τη σκέφτομαι. Είναι ένα άγρυπνο μάτι για το οποίο δουλεύω. Μέσα από τα χρόνια αποκτάται αυτή η τεχνική που έχεις την αίσθηση της κάμερας και συγχρόνως δεν την έχεις. Δεν το λέω για να περιαυτολογήσω αλλά θυμάμαι από τα πρώτα μου γυρίσματα, στο Ρεμπέτικο, πως όλοι μου έλεγαν πως ξέρω να παίζω με την κάμερα. Τότε υπήρχε το φιλμ και αυτό το γλυκό γουργουρητό στην κάμερα. Και είχε ένα κόκκινο φωτάκι που στην αρχή με άγχωνε, αλλά μετά αποφάσισα πως πρέπει να γίνει φίλος μου. Να το ξεχάσω. Να με αποζητά και να το αποζητώ. Ήθελα έτσι κι αλλιώς να γίνω ηθοποιός του κινηματογράφου. Κάτι που είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις είναι η αυτοσυγκέντρωση. Σε μια θεατρική παράσταση μπορεί να ξεχαστείς για λίγο όταν αρχίζουν οι επαναλήψεις και το σώμα πάει από μόνο του. Στο σινεμά έχεις μόνο μία ευκαιρία. Πρέπει να είσαι εκεί. Αυτή την αυτοσυγκέντρωση δεν πρέπει να τη χάνεις ποτέ. Ούτε όταν σταματάς. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος σε αυτό που έχεις αφήσει».

 

Στη συνέχεια, προβλήθηκαν δύο σκηνές από την ταινία Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη, του 1983. Σύμφωνα με την κ. Μπαζάκα: «Ο κινηματογράφος έχει την ιδιαιτερότητα ότι οι σκηνές δεν γυρίζονται όπως παίζεται η ταινία. Κάθε βράδυ, με το που τελείωνε το γύρισμα, έγραφα τις σκηνές που έκανα μέσα στη μέρα. Τι είχε δημιουργηθεί μέσα μου. Το βλέμμα μου στην ταινία είναι… μυωπικό γι’ αυτό είναι και έντονο. Αυτή ήταν η πρώτη ταινία που έκανα μόλις κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη, όταν αποφοίτησα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ωστόσο, δεν ήθελα να κάνω θέατρο. Τυχαία γνώρισα τον Κώστα Φέρρη, που δεν είχε όμως κάποιο ρόλο για μένα. Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο και μου λένε από την παραγωγή της ταινίας ότι θέλει να με δει ο σκηνοθέτης. Είχε φύγει η Κατερίνα Γώγου και θα έπαιζα τον δεύτερο γυναικείο ρόλο. Έπρεπε να ξεκινήσω γύρισμα σε δύο ημέρες. Μέχρι να πάω στο σπίτι μου έβγαλα έρπητα ζωστήρα. Πίσω στην πλάτη μου και σε άλλα σημεία του σώματός μου γέμισα παντού πληγές. Πήγα στο νοσοκομείο και μου είπαν ότι είναι από άγχος. Επειδή είχα μεγάλες πληγές στα χέρια μου, μου έβαλαν πολλά βραχιόλια. Δεν είχα περιθώρια για πρόβες. Στη σκηνή της δολοφονίας δεν είχα ιδέα πώς να πέσω. Γέμισα μελανιές επειδή δεν ήξερα πώς να πέφτω».

 

Ακολούθησαν τα Πέτρινα χρόνια του Παντελή Βούλγαρη του 1985, με την ιστορία δυο ανθρώπων που ζουν τον έρωτα τους μετά τον Εμφύλιο. «Αυτή ήταν η πρώτη μου συνεργασία με τον Παντελή Βούλγαρη. Μια υπέροχη συνεργασία που συνεχίστηκε για άλλες τρεις ταινίες. Αυτό που έμαθα ήταν ότι οι ηθοποιοί δεν κλαίνε. Πρέπει να κάνουν τον θεατή να συγκινηθεί. Μου είπε ότι δεν θέλει να δει ούτε ένα δάκρυ. Διάλεξα την τελευταία σκηνή να σας δείξω, όπου οι ήρωες βγαίνουν από τη φυλακή και είναι πλέον στο σπίτι τους. Είχε τόσο κρύο την ημέρα του γυρίσματος, σε ένα παλιό σπίτι στην Πλάκα, και έπρεπε απλώς να κοιτάξω την κάμερα. Αυτό που κουβαλούσα κοιτώντας την κάμερα ήταν όλη η ταινία. Δεν ήθελα να γνωρίζω την πραγματική ιστορία της γυναίκας για να μην πέσω στην παγίδα μίμησης, μονάχα διάβασα κάποια γράμματά της. Είναι ωραίο να είσαι ελεύθερος. Το σώμα μου συρρικνώθηκε από μόνο του στην τελευταία σκηνή λόγω της ιστορίας που βίωσα. Έχω μεγάλη αδυναμία στα εικαστικά και βρίσκω έμπνευση εκεί. Η σκηνή που ακολουθεί είναι από τις Απουσίες του 1987 του Γιώργου Κατακουζηνού. Υποδύομαι μια σκληρή γυναίκα που δεν εκφράζεται και πολύ, η οποία στο τέλος βγάζει μια κραυγή και αιμορραγεί γυναικολογικά. Πολύ δύσκολη σκηνή και εμπνεύστηκα από τον διάσημο πίνακα του Μουνκ. Επίσης, όπως ξέρετε, τα ειδικά εφέ στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80 ήταν τραγικά. Και το αίμα θα έβγαινε μέσα από ένα… αυγό που θα έσπαγε. Το οποίο δεν έσπαγε μέχρι που άρχισα να ουρλιάζω από την απελπισία μου. Τελικά, με άλλες αλχημείες και κόλπα, έσπασε το αυγό. Δεν ξέρω τι να σας πω για το πώς να τα αντιμετωπίζετε όλα αυτά, πέρα από το ότι είναι κομμάτι της δουλειάς».

 

Όπως εξήγησε στη συνέχεια η κ. Μπαζάκα: «Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας σκηνοθέτης που δημιουργεί ατμόσφαιρα. Δεν λέει πολλά στους ηθοποιούς. Σε έναν μονόλογο που έπρεπε να κάνω για τις Ήσυχες μέρες του Αυγούστου, του 1991, δεν μπορούσα να αντιληφθώ την ηρωίδα. Και μου απάντησε ότι ούτε ο ίδιος ήξερε. Φυσικά ο Παντελής ήξερε, αλλά δεν το έλεγε. Και εγώ ήξερα, αλλά δεν το έπαιζα. Παίξαμε ένα παιχνίδι εκείνη τη στιγμή». Έπειτα, η Θέμις Μπαζάκα μίλησε για την ταινία Αληθινή Ζωή του Πάνου Χ. Κούτρα και μια χιουμοριστική στιγμή με τη λέξη… ψάρι. «Έβγαλα ένα χιούμορ που ήθελε η σκηνή. Παίζω μια πλούσια κι αλλοπαρμένη γυναίκα που περπατάει σε μια πισίνα από την οποία πετάγεται ένα ψάρι. Αλλά εγώ δεν ήξερα τι ψάρι έχει ετοιμάσει για την σκηνή ο Πάνος και μου βγήκε αυθόρμητα το “πσάρι”, με το οποίο όλοι γέλασαν».

 

Ακολούθησε η προβολή μίας σκηνής από την ταινία Fugitive Pieces του Jeremy Podeswa. «Γυρίσαμε αυτή τη σκηνή περίπου επτά φορές. Υποδύομαι μια γυναίκα που σώζει ένα παιδί στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Πρώτη φορά έπαιζα σε ταινία με ξένο σκηνοθέτη και είχα πολύ άγχος. Έχω να γυρίσω μια σκηνή όπου με σκοτώνουν στην πλατεία του χωριού. Οπότε πήγα σε μια φίλη μου, κινησιολόγο, για να μου μάθει πώς να πέφτω χωρίς να χτυπάω. Οι Καναδοί ήταν προετοιμασμένοι και μου έβαλαν επιγονατίδες κτλ –αυτά δεν υπάρχουν στην Ελλάδα– και άρχισα να κάνω την σκηνή επτά φορές μέχρι που το συνεργείο με χειροκρότησε. Ήρθε σε λίγο ο ηχολήπτης και μου λέει: “Αν ήσουν Καναδή ή Αμερικανή ηθοποιός, θα ήθελες μία σταντγούμαν, ένα ελικόπτερο… εσύ έπεσες και δεν είπες τίποτα”. Του απάντησα: “Ελληνίδα ηθοποιός…”».

 

Η συζήτηση συνεχίστηκε για τον ρόλο του μονόλογου σε ένα φιλμ, με αναφορές στις ταινίες Wild Duck του Γιάννη Σακαρίδη και το A Blast του Σύλλα Τζουμέρκα. «Στην πρώτη ταινία υποδύομαι μια καρκινοπαθή γυναίκα και καταλήξαμε με τον σκηνοθέτη σε έναν μονόλογο. Μόνο που ξέχασα να πάρω το χαρτί μου με τα λόγια. Αλλά ήξερα τόσο καλά τι παίζω που άρχισα να βάζω τα δικά μου λόγια. Στην επόμενη ταινία κάναμε πολλές πρόβες, μιας και υποδύομαι μια παράλυτη μητέρα που έχει κάνει πολλά και τρώει ξύλο από την κόρη της. Κάναμε πολλές λήψεις και δεν καταλάβαινα τι κάνω λάθος. Με τη δέκατη λήψη το κατάλαβα. Ο σκηνοθέτης μάς έφτασε σε τέτοιο σημείο εξάντλησης που όλα μετά έγιναν πολύ φυσικά. Οι δυσκολίες ενός μεγάλου μονόλογου είναι ότι δεν ξέρεις τι συνθήκες θα αντιμετωπίσεις. Εγώ είχα βοηθό την κόρη μου, η οποία μου κρατούσε τα λόγια για την ταινία Η επιφάνεια των πραγμάτων της Μαρίας Καλλιμάνη. Αν δεν ήμουν τόσο καλά προετοιμασμένη δεν ξέρω πώς θα την έκανα. Επίσης σου λένε την τελευταία στιγμή ότι θα κάνεις μια σκηνή γιατί άλλαξε το πρόγραμμα ή χάλασε ο καιρός. Να τα ξέρετε όλα απ’ έξω, αυτή είναι η μόνη συμβουλή που σας δίνω».

 

Ακολούθησαν οι ερωτήσεις του κοινού. Σχετικά με το πόση ελευθερία χρειάζεται ένας ηθοποιός η κ. Μπαζάκα απάντησε: «Έχει να κάνει με την ποιότητα. Μπορεί να σου πει μια κουβέντα ο σκηνοθέτης και να σου ανοίξει νέους δρόμους. Η ελευθερία έρχεται από τη γνώση. Δεν περιορίζεσαι όταν ξέρεις απ’ έξω το σενάριο». Όσο για το αν τη βοήθησαν οι προηγούμενες ταινίες της να βελτιωθεί ως ηθοποιός, η ίδια απαντά: «Είμαι μια ηθοποιός που δεν πιστεύει πως είναι καλή ηθοποιός. Νομίζω πως κάποια στιγμή θα ξυπνήσουν όλοι και θα δουν πως δεν είμαι καλή ηθοποιός. Δεν βλέπω τις ταινίες μου. Με ανατριχιάζει ο εαυτός μου. Δεν θέλω να βλέπω την εξωτερική μου εικόνα. Όλη έχουμε μια εικόνα του εαυτού μας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Φυσικά είναι πολύ ωραίο να πέσεις σε έναν καλό φωτογράφο που τουλάχιστον δεν θα σε κάνει χειρότερη». Σε ερώτηση για το κατά πόσο τα μαθήματα κινησιολογίας είναι απαραίτητα για έναν ηθοποιό η ίδια είπε: «Δεν προτείνω συμβουλές τέτοιου είδους. Το σώμα ξέρει. Ό,τι γεννηθεί πρέπει να γεννηθεί οργανικά. Όταν συγκινηθεί μόνο του ξέρει πως θα εκφραστεί».

 

Τέλος, για τη διαφορά κινηματογράφου/τηλεόρασης τόνισε: «Έχω κάνει 25 σίριαλ αν και δεν μου… φαίνεται. Είναι η μέρα με τη νύχτα. Στην τηλεόραση δουλεύεις με τον αυτόματο πιλότο, δεν σου δίνεται χρόνος. Τώρα τελευταία έκανα το Milky Way με κινηματογραφικούς όρους, που θα βγει τον Ιανουάριο. Γενικά δεν ξέρεις τι παίζεις, υπάρχει μια μεγάλη ταχύτητα στο σετ και είναι πολύ βασανιστική η τηλεόραση τις περισσότερες φορές. Αλλά είμαστε επαγγελματίες και πρέπει να εργαστούμε. Προσπαθώ να κάνω τηλεόραση με κινηματογραφικούς σκηνοθέτες». Όσο για το ψυχικό βάρος των χαρακτήρων που έχει υποδυθεί και αν το κουβαλά μαζί της η κ. Μπαζάκα εξήγησε: «Στην αρχή της καριέρας μου επηρεαζόμουν. Όταν ήμουν λεχώνα έπαιρνα την κόρη μου στα γυρίσματα για να θηλάσω. Και σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να το κουβαλάω αυτό στο σπίτι μου ή να το μεταφέρω στην κόρη μου. Πλέον, δεν επενδύω στον ρόλο προσωπικά. Δεν είμαι εγώ αυτή που κλαίει και υποφέρει».