Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ / Ο ΣΚΥΛΟΣ/ ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Άλισον Μπεργκ (Ο σκύλος), Μίκαελ Γκράβερσεν (Νεκρή ζώνη) και Νταν Μπρόνφελντ και Ίλαν Μόσκοβιτς (Απολλώνεια ιστορία).
Το λόγο πήρε αρχικά η Άλισον Μπεργκ, μιλώντας για το ντοκιμαντέρ Ο σκύλος, το οποίο υπογράφει σκηνοθετικά μαζί με τον Φρανκ Κερόντρεν. Η ταινία ακολουθεί τη ζωή του Τζον Ουόιτογουιτς, ο οποίος το 1972 προσπάθησε να ληστέψει μια τράπεζα για να πληρώσει την εγχείρηση αλλαγής φύλου του εραστή του. Η ιστορία του είναι ήδη γνωστή μέσα από την ταινία μυθοπλασίας Σκυλίσια μέρα με τον Αλ Πατσίνο. «Τόσο σε εμένα όσο και στον Φρανκ άρεσε αυτή η ταινία. Η πληροφορία που δίνεται στο τέλος ότι ο πρωταγωνιστής καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης είκοσι ετών, μας κίνησε το ενδιαφέρον για να τον βρούμε. Επικοινωνώντας μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι υπήρχαν τόσα πολλά ενδιαφέροντα στην ζωή του εκτός από τη ληστεία αυτή», επεσήμανε η κ. Μπεργκ. Όσον αφορά στη διάρκεια δημιουργίας της ταινίας, η ίδια διευκρίνισε: «Ξεκινήσαμε πριν από έντεκα χρόνια, θεωρώντας ότι τα γυρίσματα θα κρατούσαν ένα χρόνο, όμως όσο περισσότερο γνωρίζαμε τον Τζον και τη μητέρα του, τόσο περισσότερο εμπλεκόμασταν σε όσα τους συνέβαιναν. Δημιουργήθηκε ένας αληθινός δεσμός μεταξύ μας. Αρχίσαμε να κάνουμε αναδρομές στις δεκαετίες του ‘60 και του '70, να μαθαίνουμε για την ποπ κουλτούρα της εποχής, είχαμε ένα θησαυρό στα χέρια μας. Επίσης η ταινία ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη, οπότε δεν υπήρχε λόγος να σταματήσουμε τα γυρίσματα». Η κ. Μπεργκ εξήγησε πώς ο θάνατος του Τζον επηρέασε το ντοκιμαντέρ: «Όταν πέθανε ο Τζον το 2006, δυσκολευτήκαμε πολύ και αναρωτηθήκαμε εάν όντως έχουμε ταινία στα χέρια μας, καθώς είχαμε περάσει τον περισσότερο χρόνο μαζί του χωρίς την κάμερα να καταγράφει. Έξι μήνες αργότερα πέθανε και η μητέρα του και χρειαστήκαμε χρόνο για να ανακάμψουμε. Το 2008 αρχίσαμε να κινηματογραφούμε κι άλλους ανθρώπους, τους οποίους όταν ο Τζον ζούσε δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, καθώς εκείνος απαιτούσε την αμέριστη προσοχή μας. Επιπλέον, το πιο εκπληκτικό υλικό το αποκτήσαμε μόλις ένα μήνα πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας, συνεπώς δε νομίζω ότι ο χρόνος τελικά έβλαψε την ταινία μας». Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε επίσης στις εκπλήξεις που έκρυβε η ιστορία του Τζον: «Δεν είχαμε ιδέα για τη συμμετοχή του στο πρώιμο κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Νομίζω ότι αυτή η πτυχή έχει να διδάξει πολλά στο κοινό. Την εποχή εκείνη μπορεί να μην τον έπαιρναν σοβαρά μέσα στο κίνημα, όμως θεωρώ ότι τώρα φαίνεται πως ήταν ένα άτομο που πάλευε για ό,τι τον έκανε ευτυχισμένο. Η προοπτική που δίνει η χρονική απόσταση είναι σημαντική. Αν και ο Τζον δεν ήταν ή είναι ίνδαλμα, έχουμε να μάθουμε κάτι από αυτό τον τρελό, χαρισματικό, εγωιστικό άνθρωπο που χωρίς ντροπή έλεγε αυτό που ήθελε».
Αλλάζοντας κλίμα, ο Μίκαελ Γκράβερσεν μίλησε για το ντοκιμαντέρ του Νεκρή ζώνη, το οποίο παρακολουθεί τις συνθήκες διαβίωσης σε ένα κέντρο ανήλικων μεταναστών στη Δανία. «Με απασχολούσε το θέμα των ανήλικων μεταναστών και προσφύγων που μετακινούνται μόνοι τους κυρίως από το Αφγανιστάν στη Δανία. Ήθελα να κάνω μία ταινία όχι γι’ αυτούς που τελικά καταφέρνουν να πάρουν άσυλο, αφού άλλωστε αυτός ο αριθμός είναι μικρός. Πρόκειται για ένα δύσκολο περιβάλλον διαβίωσης. Τα μισά από τα αγόρια της ταινίας ζούσαν ήδη στο κέντρο ανηλίκων επί δύο χρόνια, σε αυτή την απολύτως μετέωρη κατάσταση. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εκτός από το να περιμένουν την απόφαση, η οποία περνά μέσα από μία μεγάλη γραφειοκρατική διαδικασία. Ήθελα να κάνω ένα πορτρέτο των αγοριών, των ατόμων που εργάζονται στο κέντρο, των σχέσεων μεταξύ τους και της ατμόσφαιρας που επικρατεί εκεί γενικότερα», είπε ο κ. Γκράβερσεν. Αναφερόμενος στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, ο ίδιος εξήγησε: «Ήταν μία μακρά διαδικασία. Επειδή επρόκειτο για ανηλίκους, οι νόμοι είναι πολύ αυστηροί, όπως και η απόκτηση άδειας γυρισμάτων. Όταν τελικά εξασφάλισα άδεια από τα αγόρια, τους δικηγόρους και τους εργαζόμενους στο κέντρο, τότε μπόρεσα να ξεκινήσω. Ωστόσο η κατάσταση των ηρώων μου δεν τους επέτρεπε να μπορούν να δεσμευτούν απέναντί μου - τη μία μέρα μου έλεγαν ‘’ναι’’ και την επόμενη ‘’όχι’’. Τα γυρίσματα συνολικά διήρκεσαν οκτώ μήνες και μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας χρειάστηκαν άλλοι τρεις». Για το ζήτημα της εμπιστοσύνης μεταξύ δημιουργού και χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Κάθε αγόρι είχε διαφορετικές προσδοκίες από εμένα. Κάποιοι πίστευαν ότι η ταινία θα τους βοηθούσε να πάρουν άσυλο, άλλοι δεν είχαν ιδέα για την πολιτική κατάσταση στη Δανία και αρχικά θεωρούσαν ότι είμαι κάτι σαν κυβερνητικός κατάσκοπος. Χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο για να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Συνειδητοποιημένα όμως δεν ήθελα να υπεισέλθω σε βάθος στις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά να δείξω πώς ζουν στο κέντρο ανηλίκων».
Αμέσως μετά, οι Νταν Μπρόνφελντ και Ίλαν Μόσκοβιτς μίλησαν για την γνωριμία τους με το χαρακτήρα του ντοκιμαντέρ τους Απολλώνεια ιστορία, ο οποίος έφτιαξε το σπίτι του σε μια σπηλιά, σκάβοντας επί σαράντα χρόνια σε βράχο από ασβεστόλιθο σε μια παραθαλάσσια περιοχή του Τελ Αβίβ. Ο κ. Μπρόνφελντ ανέφερε: «Γνώρισα τον Νισίμ πριν από πέντε χρόνια όταν εργαζόμουν στην περιοχή αυτή ως φωτογράφος. Ήταν γνωστό το σπίτι του, όμως δεν είχε δώσει άδεια σε κανέναν να το επισκεφτεί. Μία μέρα τον ρώτησα αν θα μπορούσα να το φωτογραφίσω με αφορμή μία έκθεση, όμως μου αρνήθηκε. Δεν έφυγα, αλλά του πρότεινα να τον βοηθήσω ως εργάτης και δέχτηκε. Έζησα μαζί του για πέντε μήνες και έπειτα πρότεινα στον συν-σκηνοθέτη μου, Ιλάν Μόσκοβιτς, να συνεργαστούμε σκηνοθετικά επάνω σε αυτό το θέμα». Ο κ. Μόσκοβιτς πρόσθεσε: «Ο Νταν μου έδειξε καταπληκτικές φωτογραφίες από τη σπηλιά του Νισίμ πριν από δύο χρόνια. Όταν πήγαμε εκεί και τον γνώρισα, ένιωσα δύο πράγματα: από τη μία είναι πολύ σκληρός, εμμονικός, παθιασμένος και ταλαντούχος και από την άλλη ένας άνθρωπος που κουβαλά κάτι σκοτεινό και ζοφερό στους ώμους του. Αυτή ήταν η αφετηρία για να ανακαλύψουμε ποιος πραγματικά είναι». Μιλώντας για το θέμα της ταινίας, ο κ. Μόσκοβιτς ανέφερε: «Η ιστορία ήταν μία ευκαιρία να μιλήσουμε για πράγματα που μας απασχολούν όλους καθημερινά, όπως το ‘’είναι’’ των ανθρώπων, η αυτοέκφραση και η οικογένεια. Επιπλέον, μέσα από τον Νισίμ και την ταινία μπορέσαμε να μιλήσουμε για το χάος και τον ορισμό. Το χάος έχει μία μοναδική ομορφιά, μία σκοτεινή, παθιασμένη πλευρά, ωστόσο χωρίς ορισμό και πλαίσιο, ο κόσμος δεν μπορεί να κατανοηθεί». Όσο για τη δυναμική της σχέσης των σκηνοθετών με το χαρακτήρα τους, ο κ. Μπρόνφελντ επεσήμανε: «Στη σχέση μου με τον Νισίμ υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη και όταν του γνώρισα τον Ίλαν ίσχυσε το ίδιο. Όταν μπεις στον κόσμο του αισθάνεσαι ψυχρότητα και πρέπει να επιστρατεύσεις όλη σου την ευαισθησία για να καταλάβεις πώς νιώθει. Επιπλέον, η χαρακτηριστική σύγκρουσή του με το γιο του, Μοσέ, συνοψίζεται στο εξής: Ο Νισίμ του λέει: ‘’Βοήθησέ με να χτίσω και θα σε αγαπήσω’’, ενώ ο γιος του απαντά: ‘’Αγάπησέ με και θα σε βοηθήσω’’».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη Τύπου, οι δημιουργοί αναφέρθηκαν στις αντιδράσεις που είχαν οι χαρακτήρες των ντοκιμαντέρ τους όταν το είδαν. Ο κ. Μπρόνφελντ σημείωσε: «Ήθελα πολύ να δείξω την ταινία στον Νισίμ. Ήταν πολύ διαφορετική η σχέση μας από αυτή που είχε με τον γιο του. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι του άρεσε που είδε τον εαυτό του να φωνάζει στο γιο του στην ταινία». Ο κ. Γκράβερσεν κατέθεσε τη δική του εμπειρία: «Είχα συμφωνήσει με τα παιδιά ότι θα έβλεπαν την ταινία και εάν δεν ήθελαν, τότε δε θα την πρόβαλα. Την είδαν λοιπόν και μετά συζήτησαν γι’ αυτή μεταξύ τους, ενώ εγώ στο μεταξύ κόντευα να σκάσω από την αγωνία μου. Τελικά συμφώνησαν να τη δείξω, αν και ανέφεραν ότι αποτυπώνει στιγμές που δεν θα ήθελαν να δει ο κόσμος, όπως για παράδειγμα όταν έσκισαν τη σημαία της Δανίας πάνω στην απογοήτευση και το θυμό τους. Κάποια παιδιά είχαν εφηβικές αντιδράσεις, ντρέπονταν, αλλά μετά από μερικές προβολές της ταινίας στη Δανία ένιωσαν περηφάνια». Από την πλευρά της, η κ. Μπεργκ υπογράμμισε: «Νομίζω πως αν ο Τζον έβλεπε την ταινία, θα μας ρωτούσε γιατί συμπεριλάβαμε και άλλους ανθρώπους εκεί και όχι μόνο αυτόν! Τελικά πιστεύω όμως ότι θα ήταν ευχαριστημένος. Του άρεσε πολύ που βρέθηκε το 2005 στο Φεστιβάλ της Βιρτζίνια και νομίζω ότι θα ήθελε να βρίσκεται σήμερα και εδώ».
Οι παράλληλες εκδηλώσεις του 16ου ΦΝΘ, χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.