25ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ // 2-12/3/2023
Η βραβευμένη με δυο Όσκαρ Μπάρμπαρα Κοπλ παρουσιάζει το νέο της ντοκιμαντέρ
Η προβολή του ντοκιμαντέρ Η συμμαχία της Νέας Ορλεάνης (Gumbo Coalition) πραγματοποιήθηκε την Κυριακή, 5 Μαρτίου στο Ολύμπιον, στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Την προβολή τίμησε με την παρουσία της η σπουδαία αμερικανίδα σκηνοθέτιδα Μπάρμπαρα Κοπλ, η οποία έχει τιμηθεί με δύο Βραβεία Όσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ για τις ταινίες Harlan County, U.S.A. και American Dream. Το ντοκιμαντέρ Harlan County, U.S.A. θα προβληθεί τη Δευτέρα 6 Μαρτίου, στο πλαίσιο του αφιερώματος που πραγματοποιεί το 25ο ΦΝΘ στο ντοκιμαντέρ της παρατήρησης.
Την εκδήλωση προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Είναι μεγάλη μας τιμή να υποδεχόμαστε μια από τις πιο σημαντικές δημιουργούς του παγκόσμιου σινεμά. Είναι μια γυναίκα τολμηρή, επίμονη, ατρόμητη. Κυρίες και κύριοι, υποδεχτείτε την Μπάρμπαρα Κοπλ».
Αμέσως μετά, τον λόγο πήρε η Μπάρμπαρα Κοπλ: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν είμαι σίγουρη αν είμαι πράγματι όλα αυτά, αλλά είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι εδώ, που βλέπω ανθρώπους που ήρθαν να δουν το ντοκιμαντέρ μου. Αυτό το ντοκιμαντέρ σημαίνει πάρα πολλά για μένα. Γυρίστηκε στη διάρκεια της πανδημίας, σε μια ταραχώδη περίοδο με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και με την κατάληψη του Καπιτωλίου. Είναι μια ταινία τρυφερή, πολύ προσωπική, για δύο σπουδαίους ηγέτες της κοινωνικής δικαιοσύνης, έναν αφροαμερικανικής καταγωγής και μία Λατινοαμερικανή. Είναι μια ταινία για τη φιλία και τη συνεργασία τους, εξ ου και ο τίτλος, με τον οποίο προσπάθησα να γίνω ευφάνταστη: Gumbo Coalition. Το “gumbo” είναι ένα φαγητό στη Νέα Ορλεάνη, το οποίο φτιάχνεται με ό,τι έχεις στο σπίτι: είτε είναι λουκάνικα, είτε πατάτες ή οτιδήποτε άλλο. Αυτοί οι δύο ηγέτες είναι άνθρωποι που αγκαλιάζουν τους πάντες και αποδέχονται την ποικιλομορφία. Στην ταινία θα τους δείτε σε προσωπικές στιγμές με την οικογένειά τους και θα τους γνωρίσετε πραγματικά. Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου», δήλωσε συγκινημένη η Μπάρμπαρα Κοπλ.
Μετά την προβολή της ταινίας, ακολούθησε Q&A με τη σκηνοθέτιδα. «Έχω χρέος να κάνω κάθε μου ταινία όσο καλύτερα μπορώ, γιατί μπορεί να είναι η τελευταία μου», δήλωσε σχετικά με την ανεξάντλητη ενέργειά της για κινηματογράφηση. «Αγαπώ να λέω ιστορίες. Λατρεύω να μου μιλάνε οι άνθρωποι και να κατανοώ τι τους οδηγεί και τι τους δίνει κίνητρο. Θα κάνω ντοκιμαντέρ μέχρι να παγώσει η κόλαση. Ύστερα, θα κάνω ντοκιμαντέρ στον πάγο», δήλωσε εμφατικά. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην θρησκευτικό στοιχείο της ταινίας, εξηγώντας πως το ντοκιμαντέρ έχει στο επίκεντρό του βαθιά θρησκευόμενες κοινότητες καθολικών: «Η πίστη αυτή είναι που τους οδηγεί και τους εμπνέει να κάνουν το καλό για τους ανθρώπους τους και την κοινότητά τους. Αν κάτι δίνει δύναμη σε έναν άνθρωπο, δεν μπορώ παρά να το σεβαστώ», τόνισε χαρακτηριστικά.
«Δεν μπορώ να γνωρίζω αν θα δούμε πράγματι ένα happy ending», απάντησε σε ερώτηση του κοινού για το πολιτικό σκηνικό στις ΗΠΑ. «Η χώρα είναι βαθιά διχασμένη και τα πράγματα είναι δύσκολα. Ζοριζόμαστε σε καθημερινή βάση και δεν μπορώ να γνωρίζω τι θα συμβεί. Τώρα που η Γερουσία είναι ισομερής, αλλά η Βουλή των Αντιπροσώπων ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, πολλά νομοσχέδια δεν θα περάσουν. Στο παρελθόν, ακόμη και ο πρόεδρος Ομπάμα, ένας ηγέτης με ευφυία και ευφράδεια, δεν κατάφερε να περάσει διάφορα νομοσχέδια. Θα δούμε τι θα συμβεί και θα συνεχίσουμε να παλεύουμε για να φέρουμε τα κακώς κείμενα στο προσκήνιο. Θέλουμε να κάνουμε τη χώρα μας ασφαλή. Έχω ένα εγγόνι σχεδόν δύο ετών και το μόνο που θέλω για αυτόν και τη γενιά του είναι να μπορέσει να ζήσει μια καλή ζωή. Είμαστε Εβραίοι και υπάρχει ισχυρός αντισημιτισμός, που δεν έχει υποχωρήσει καθόλου. Είναι μια δύσκολη εποχή για την Αμερική».
Ακολούθως, δήλωσε πεπεισμένη πως το ντοκιμαντέρ είναι ένα όπλο για την ευαισθητοποίηση και τη συνειδητοποίηση των ανθρώπων: «Έχω αφιερώσει τη ζωή μου στο να λέω αυτές τις ιστορίες. Δεν πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί. Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να φέρουμε την αλλαγή», δήλωσε χαρακτηριστικά. Κατόπιν, μίλησε για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ της: «Αρχικά, απλώς ξεκίνησα με το να γνωρίσω σταδιακά τους δύο βασικούς χαρακτήρες. Δεν μπορούσα να γνωρίζω πως θα συμβούν όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα. Ήθελα να δείξω τις ηγετικές τους ικανότητες. Μιλάμε για δύο φοβερές φυσιογνωμίες. Τους γνώρισα καλά ως ανθρώπους, είδα το περιβάλλον που τους ορίζει και τους αφιέρωσα χρόνο. Δε θα μπορούσα να τα έχω προσχεδιάσει όλα αυτά, γιατί το να προεξοφλείς την κατάσταση δεν είναι ένας έντιμος τρόπος να κάνεις ντοκιμαντέρ. Θέλω κι εγώ να εκπλήσσομαι όπως και οι άνθρωποι που το παρακολουθούν πρώτη φορά», ανέφερε σχετικά.
Αμέσως μετά, μίλησε για τον τεράστιο όγκο του αρχικού υλικού και για τη δυστυχή συνειδητοποίηση πως έπρεπε να γίνουν κάποιες γενναίες επιλογές όσον αφορά το τι θα μείνει έξω από το final cut: «Ξεκινήσαμε το πρώτο στάδιο επιλογής με δεκαπέντε ώρες υλικού, οι οποίες σταδιακά έγιναν οκτώ, μετά έξι και ούτω καθεξής. Παρατήρησα πως όσο αφαιρούσαμε υλικό, έβγαιναν κι άλλα πράγματα στην επιφάνεια. Δίνω σημασία στις ανθρώπινες ιστορίες και επιλέγω να προβάλω το προσωπικό στοιχείο. Χάρηκα που υπήρχαν πορείες και κίνηση στην ταινία μου, χάρηκα που παρουσίασα τους φυλακισμένους και τα δικαιώματά τους, τόσο ανθρώπους που εντάχθηκαν στην κοινωνία όσο και εκείνους που τελικά δεν τα κατάφεραν. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, ο Μαρκ και η Τζάνετ, με πήραν αρκετές φορές τηλέφωνο για να δουν εκ των προτέρων το τελικό αποτέλεσμα, αλλά φυσικά αρνήθηκα. Το είδαν με όλους τους υπόλοιπους στην προβολή της ταινίας», ανέφερε σχετικά.
Ολοκληρώνοντας, η κ. Κοπλ σχολίασε το πώς ο Covid-19 κατέληξε να τη βοηθήσει στην ολοκλήρωση της ταινίας της: «Δεν ξέρω αν λόγω Covid οι πορείες και οι διαμαρτυρίες ήταν μικρότερες απ’ ό,τι θα ήταν σε διαφορετική χρονική στιγμή. Ξέρω όμως πως η πανδημία με βοήθησε να δω τους χαρακτήρες μου μέσα στο σπίτι τους. Έμαθα ποιοι είναι, πώς είναι όταν ζορίζονται και πώς μιλάνε στους δικούς τους ανθρώπους. Ο Covid διαδραμάτισε πραγματικά σημαντικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ», τόνισε. Τέλος, αναφορικά με το αν η αμερικανική κοινωνία έμεινε ευχαριστημένη από την ποινή που επιβλήθηκε στον Ντέρεκ Σόβιν, τον αστυνομικό που δολοφόνησε τον Τζορτζ Φλόιντ, απάντησε θετικά: «Ήταν μια ετυμηγορία που ικανοποίησε την κοινή γνώμη. Στην Αμερική, οι αστυνομικοί σπανίως διώκονται για βιαιοπραγίες ή δολοφονίες».