Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 22/3
Ο κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Άγκνες Σος (Ρεύματα αγάπης), Μούνα Στούαρτ (Καλύτερα είναι να βουτήξεις), Μενέλαος Καραμαγγιώλης (Should I stay or should I go - Να μείνω ή να φύγω), Νταν Μπρόνφενλτ (Απολλώνεια ιστορία), Ναβίνα Χατίμπ (Το σπίτι του φωτός), Κλάους Ντρεξέλ (Στο χείλος του κόσμου) και Μάθιου Ποντ (Βίος κι εγκλήματα της Ντόρις Πέιν).
Αρχικά οι δημιουργοί έκαναν μια σύντομη παρουσίαση των ταινιών τους, οι οποίες μέσα από διαφορετικές θεματολογίες συνθέτουν ένα γοητευτικό μωσαϊκό ανθρώπινων ιστοριών. Στο ντοκιμαντέρ Βίος κι εγκλήματα της Ντόρις Πέιν ο Μάθιου Ποντ (συν-σκηνοθεσία με τον Κερκ Μαρκολίνα), σκιαγραφείται το πορτρέτο της αφροαμερικανίδας Ντόρις Πέιν, μιας από τις πιο διαβόητες κλέφτρες κοσμημάτων. Σε ένα ορφανοτροφείο στο Περού εκτυλίσσεται η ταινία Το σπίτι του φωτός της Ναβίνα Χατίμπ (συν-σκηνοθεσία με την Αλεξάντρα Βελτς), ενώ το ντοκιμαντέρ Καλύτερα είναι να βουτήξεις της Μούνα Στούαρτ (συν-σκηνοθεσία με τους Πάτρικ Στούαρτ και Τζίνα Αντζελόουν) παρουσιάζει τις δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές στην πόλη Άκα στα παράλια του βόρειου Ισραήλ. Από την άλλη, το ντοκιμαντέρ Ρεύματα αγάπης της Άγκνες Σος μιλά για τον έρωτα, το σεξ και τη χαρά της ζωής στην τρίτη ηλικία με φόντο ένα ουγγρικό χωριό, ενώ η ταινία Απολλώνεια ιστορία του Νταν Μπρόνφελντ (συν-σκηνοθεσία με τον Ίλαν Μόσκοβιτς) αφηγείται την ασυνήθιστη ιστορία ενός άνδρα που ζει σε ένα σπίτι που έχτισε μέσα σε σπηλιά. Επίκαιρο κοινωνικό ενδιαφέρον έχουν τα ντοκιμαντέρ Should I stay or should I go - Να μείνω ή να φύγω του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, με θέμα αυτό το δίλημμα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες νέοι στην Ελλάδα της κρίσης, και Στο χείλος του κόσμου του Κλάους Ντρέξελ, με ήρωες τους άστεγους ανθρώπους του Παρισιού.
Στη συνέχεια οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο πώς ξεκίνησαν να ασχολούνται με το ντοκιμαντέρ. «Υπάρχουν πολλές υπέροχες ιστορίες εκεί έξω, τις οποίες δεν θα μπορούσες να τις φανταστείς ως σεναριογράφος. Υπάρχουν προφανή στοιχεία, αλλά και άγνωστες πτυχές που ανακαλύπτεις κάνοντας το πορτρέτο ενός ανθρώπου» είπε ο κ. Ποντ. «Πάντα με γοήτευαν οι ταινίες και τα φεστιβάλ», είπε η κ. Χατίμπ, προσθέτοντας πως όταν η ίδια βρέθηκε ως εθελόντρια στο ορφανοτροφείο όπου εστιάζει η ταινία της, συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή ότι ήθελε να κάνει ντοκιμαντέρ. «Ήταν δύσκολο, πολλές στιγμές ήθελα να τα παρατήσω, αλλά αν μπεις στον κόσμο του σινεμά δεν βγαίνεις εύκολα», είπε χαρακτηριστικά. Η μοντέρ της ταινίας Άνα Πεσαβέντο πρόσθεσε: «Η στιγμή που πλησιάζεις τον ήρωα με την κάμερα και αποφασίζει να σου ανοιχτεί, είναι πολύτιμη. Δεν είχα ζήσει κάτι ανάλογο με τις ταινίες μυθοπλασίας». Όπως παραδέχτηκε ο κ. Μπρόνφελντ, «όταν ήμουν μικρότερος δεν μου άρεσε τόσο το σινεμά, δεν έβλεπα τόσο πολλές ταινίες», αλλά σε αυτή την πρώτη του ταινία ήθελε πολύ να αποτυπώσει αυτή την ιδιαίτερη σχέση του ήρωα με τον γιο του. Ο κ. Καραμαγγιώλης ξεκίνησε με την πρόθεση να κάνει ταινίες μυθοπλασίας και έπειτα στράφηκε στο ντοκιμαντέρ επειδή εκείνη τη χρονική στιγμή υπήρχε χρηματοδότηση από την ΕΡΤ. «Μέσω αυτής της διαδικασίας, γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Στην αρχή δεν είχα σε μεγάλη εκτίμηση τα ντοκιμαντέρ. Σήμερα όμως θεωρώ ότι είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που υπάρχουν για να αναδομήσουμε τον τρόπο που αφηγούμαστε ιστορίες», είπε ο σκηνοθέτης. Για την κ. Στιούαρτ, το συγκεκριμένο ντεμπούτο ντοκιμαντέρ της «ήταν μια εμπειρία ζωής. Αν έχεις προκατασκευασμένες απόψεις, “σαμποτάρεις” τον εαυτό σου», σημείωσε η ίδια, εξηγώντας ότι στην πορεία ανακαλύπτει κανείς διαφορετικά πράγματα από τα προφανή. Από την άλλη, η κ. Σος κάνει ντοκιμαντέρ τα τελευταία είκοσι χρόνια. «Χαίρομαι που κάθε φορά μπορώ να μαθαίνω κάτι καινούριο και να το παρουσιάζω στο κοινό. Το ντοκιμαντέρ διαθέτει αυθεντικότητα», τόνισε. Από την πλευρά του, ο κ. Ντρέξελ σημείωσε ότι πήγαινε σινεμά λιγότερο από τους φίλους του και βρέθηκε τυχαία στον κινηματογράφο, αφού προερχόταν από το χώρο της μουσικής. «Το ντοκιμαντέρ είναι διαφορετικό γιατί δεν έχεις σενάριο και το γράφεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η ιδέα είναι να βρεις μια βαθύτερη, εκστατική αλήθεια», υπογράμμισε ο ίδιος.
Με αφορμή μια φράση που ακούγεται στο ντοκιμαντέρ Το σπίτι του φωτός ότι η ζωή είναι τέλεια όταν έχεις αρκετή αγάπη για να δώσεις, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ερώτημα πότε ο άνθρωπος είναι πραγματικά ευτυχισμένος. Η κ. Χατίμπ έθεσε τη συγκεκριμένη ερώτηση στους ήρωες της ταινίας της, με αφορμή ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στη Γερμανία που έχει τίτλο «Τέλεια ζωή». «Στη Γερμανία όλα περιστρέφονται γύρω από τη δουλειά και τα χρήματα. Στο Περού όμως κανείς δεν μιλούσε για υλικά αγαθά, σπίτια κι αυτοκίνητα. Ήταν τόσο ωραίο να τους ακούω να μιλούν για την αγάπη. Μπορεί να μοιάζουν με τρελούς χίπις, αλλά το πιστεύουν αυτό που λένε, είναι τρόπος ζωής για αυτούς» είπε η σκηνοθέτιδα. «Για μένα, τέλεια ζωή είναι το να είσαι σε επαφή με τη φύση και τον εαυτό σου. Το να μπορείς να είσαι ευτυχισμένος είναι σαφώς πιο σημαντικό από τα χρήματα» πρόσθεσε η κ. Πεσαβέντο. «Είμαι πεπεισμένος ότι η χρυσή εποχή της ανθρωπότητας ήταν πριν τη νεολιθική ‘’επανάσταση’’. Τότε δεν υπήρχε πόλεμος, δεν υπήρχε το κυνήγι των χρημάτων. Οι άνθρωποι ζούσαν σε αρμονία με τη φύση, έκαναν τέχνη με τα σχέδια στους βράχους, η ζωή ήταν πιο απλή» τόνισε σχετικά ο κ. Ντρέξελ, ενώ σύμφωνα με τον κ. Ποντ, σήμερα με τη βοήθεια της τεχνολογίας η ζωή είναι απλή για τους καλλιτέχνες. «Βρίσκομαι σε ένα ταξίδι προσδιορισμού του τι είναι καλό και κακό και ποια είναι η τέλεια ζωή, τι αναζητώ» είπε από την πλευρά του ο κ. Μπρόνφελντ. «Όλοι κυνηγάμε την τελειότητα, αλλά δεν την φτάνουμε ποτέ. Εγώ, ψάχνοντας ιστορίες και μπαίνοντας μέσα σε αυτές, έχω περισσότερα όπλα για να αντιμετωπίσω τα προβλήματα της ζωής μου. Η Τέχνη είναι ο τρόπος να λύσεις το μυστήριο της καθημερινής ζωής» επεσήμανε ο κ. Καραμαγγιώλης. «Είμαι ευγνώμων που ζω μέσα στις ιστορίες αυτές, έχω το προνόμιο να ‘’ακυρώνω’’ τον εαυτό μου. Στη μυθοπλασία είσαι ο κυρίαρχος της ιστορίας, αλλά στο ντοκιμαντέρ η πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από εσένα», διευκρίνισε ο ίδιος. Για την κ. Σος το ντοκιμαντέρ είναι σημαντικό γιατί, όπως υπογράμμισε, «επιτρέπει στους ανθρώπους που δεν διαθέτουν χρόνο να μπουν βαθιά στη ζωή άλλων ανθρώπων». Από τη μεριά της, η κ. Στούαρτ, σημείωσε ότι «χάρη στην τεχνολογία διαθέτουμε δυνατά και αποτελεσματικά εργαλεία για να διαδίδουμε ιστορίες, καθώς και να δημιουργήσουμε την αίσθηση κοινότητας στον κόσμο, πράγμα πολύ σημαντικό».
Η συζήτηση επικεντρώθηκε και στο κατά πόσο το ντοκιμαντέρ μπορεί να λύσει το βιοποριστικό θέμα του δημιουργού αλλά και το πώς αντιμετωπίζεται το θέμα της χρηματοδότησης των ταινιών. «Χρειάζεσαι ελπίδα για να προχωράς μπροστά, γιατί η λογική μπορεί να σου λέει ‘’σταμάτα, δεν έχει νόημα, ζήσε μια κανονική ζωή’’», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ποντ. «Είναι δύσκολο. Χρειάζεσαι βοήθεια από κάποιον άλλο για να μην τα παρατήσεις, όμως με σκληρή δουλειά θα τα καταφέρεις», είπε η κ. Σος. «Στις ταινίες μυθοπλασίας ήμουν και παραγωγός. Μου πήρε δέκα χρόνια για να ξεχρεώσω την πρώτη ταινία μου και να ετοιμάσω την επόμενη. Γι’ αυτό και στράφηκα στο ντοκιμαντέρ» είπε ο κ. Καραμαγγιώλης, προσθέτοντας ωστόσο ότι με το αιφνίδιο κλείσιμο της ΕΡΤ οι κινηματογραφιστές που είχαν συμφωνία μαζί της έμειναν στον αέρα. «Παρόλα αυτά, οι Έλληνες δημιουργοί επιμένουν. Δεν ξέρω πώς θα επιβιώσουμε, αλλά είμαστε ακόμα ζωντανοί», πρόσθεσε ο κ. Καραμαγγιώλης. Αναφερόμενος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν περίμενα πως τόσος κόσμος θα στεκόταν σε ουρές για να δει ντοκιμαντέρ. Οι θεατές της Θεσσαλονίκης δείχνουν ότι υπάρχει μέλλον και ελπίδα».