Ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος παρέδωσε masterclass στο πλαίσιο του αφιερώματος του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο Storytelling με τίτλο «Γύρω από τη φωτιά, μπροστά από τα φώτα», την Τρίτη 7 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Οι «παραμυθάδες» της μικρής και της μεγάλης οθόνης, αλλά και η ίδια η διαδικασία με την οποία οι ιστορίες ξεδιπλώνονται, αφηγούνται και γίνονται συλλογικό κεκτημένο τόσο στον κόσμο του σινεμά όσο και στην τηλεόραση, πρωταγωνιστούν στο αφιέρωμα του Φεστιβάλ στο Storytelling.
Την εκδήλωση προλόγισε ο Πάνος Ιωσηφέλης, σεναριογράφος και καθηγητής σεναρίου στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, λέγοντας: «Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με μεγάλη χαρά υποδέχεται τον Δημοσθένη Παπαμάρκο. Πρόκειται για έναν συγγραφέα που έχει υπηρετήσει διαφορετικά στιλ και συμβάσεις αφήγησης. Έχει γράψει το Γκιακ, το οποίο φαντάζομαι πως έχετε διαβάσει οι περισσότεροι, έχοντας βραβευτεί για το συγκεκριμένο έργο από την Ακαδημία Αθηνών. Έχω την εντύπωση πως είναι από τους καταλληλότερους να αναπτύξει την σημερινή εισήγηση που αφορά τις διαφορετικές αφηγηματικές συμβάσεις» είπε δίνοντας τον λόγο στον συγγραφέα.
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος έδωσε αρχικά τον ορισμό της αφήγησης: «Παράγεται από το ρήμα αφηγούμαι και σημαίνει καθοδηγώ από ένα σημείο, προηγούμαι, κυριολεκτικά δηλαδή προπορεύομαι. Μια δεύτερη ερμηνεία: διασαφηνίζω, λέω ή διηγούμαι. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η αφήγηση είναι αυτό που έχει ειπωθεί. Αφηγητής είναι ο προπορευόμενος, αυτός που δείχνει τον δρόμο, ένα είδος χαρτογράφου θα λέγαμε. Ο ορισμός αυτός συνδέει την αφήγηση με την οδηγία, μια πληροφορία που μας κατευθύνει, πράγμα που κάνει τον αφηγητή μάλλον το αρχαιότερο επάγγελμα γιατί συνδέεται πρακτικά με την επιβίωση της κοινότητας. Η πρώτη λειτουργία της αφήγησης είχε, λοιπόν, πρακτική αξία: αυτά που είχαν ζήσει τη μέρα εκείνη μετουσιώνονταν σε μια εμπειρία απαραίτητη για την επιβίωσή τους. Η αφήγηση έχει, λοιπόν, κοινωνική και κοινοτική λειτουργία: οι κοινωνίες συγκροτούνται και επιβιώνουν μέσω της αφήγησης. Οι έννοιες κοινωνία και αφήγηση δεν υπάρχουν η μία απούσης της άλλης. Η αφήγηση είναι ένας λόγος ο οποίος πάντοτε κάπου απευθύνεται, άρα χρειάζεται ανθρώπους. Ζούμε μέσα σε αφηγήσεις, όχι αφηρημένα αλλά κυριολεκτικά» είπε και έφερε ως παράδειγμα τις ταμπέλες στους δρόμους.
«Ο κάθε άνθρωπος είναι αφηγητής αλλά και ακροατής μιας αφήγησης, Η κοινοτοπία της αφήγησης μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι μια απλή υπόθεση, αλλά αυτό είναι που την κάνει δύσκολη όταν ερχόμαστε σε περίπλοκες αφηγήσεις (βλέπε λογοτεχνία, σινεμά ή θέατρο). Η κοινωνική λειτουργία παραμένει γιατί χρειαζόμαστε την κοινότητα: στο κενό δεν υπάρχει αφήγηση, στο κενό ο λόγος είναι παραλήρημα», τόνισε. Κάπου εκεί ξεκινάει και το είδος της αφήγησης το οποίο μας απασχολεί, η κατασκευή ενός τρόπου ανάγνωσης του κόσμου που φεύγει από την κυριολεξία: «Η φαντασία μας είναι αυτή που γεμίζει τα κενά της επιστήμης κάθε συγχρονίας. Αυτό που μ’ αρέσει να ονομάζω: “εκεί που ξεφεύγει το πράγμα”. Εκεί που έρχεται κάποιος πιο ευφάνταστος και θεωρεί πως μπορεί να προσθέσει τη δική του οπτική στην πραγματικότητα. Στην αφήγηση υπάρχει φυσικά και το πολύ βασικό κομμάτι της απόλαυσης. Ο κόσμος είναι πολλές φορές κυριολεκτικά ανυπόφορος, κάτι που καθιστά μια παρήγορη αφήγηση απαραίτητη. Μια ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν και πως αξίζει να παλεύουμε για τη ζωή. Αυτό συνδέεται εμμέσως με την επιβίωση γιατί μας δίνει όραμα. Αν αποστεωθεί η εμπειρία της ανθρώπινης ζωής από αυτό που ονομάζουμε πνευματικό κομμάτι, η ζωή καταντάει μια μηχανική λειτουργία. Και ως όντα με συνείδηση, αν περιγράψουμε τη στείρα αυτή μηχανική λειτουργία με τη συνείδησή μας, οδηγούμαστε στην παραίτηση και στην κατάθλιψη», σημείωσε.
«Πιστεύω ότι δεν παρηγορούμε συνειδητά. Στον τρόπο με τον οποίο λειτουργώ εγώ τουλάχιστον δεν είναι το ζητούμενό μου να είμαι παρήγορος όταν γράφω μια ιστορία. Ίσως είναι μια ικανοποίηση μιας ενστικτώδους ανάγκης. Υπάρχει και άλλος τρόπος: πρόκειται για μια αφήγηση που έχει δομηθεί με σκοπό να οδηγήσει σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, η λεγόμενη στρατευμένη αφήγηση, όπως τα θρησκευτικά κείμενα για παράδειγμα. Συγκεκριμένα, η Εξόδιος ακολουθία έχει αφηγηματική δύναμη αλλά και παρηγορητικό σκοπό: να δώσει ελπίδα για το μετά», σχολίασε.
Απαντώντας σε ερώτηση του κοινού σχετική με το τι συνιστά μια «καλή» αφήγηση, αναφέρει: «Αν ρωτήσουμε 1.000 ανθρώπους θα ακούσουμε 1.000 απόψεις. Είναι πολύ δύσκολο να ορίσεις ποιοι είναι οι κανόνες της καλής αφήγησης. Ίσως είναι πιο εύκολο να πεις τι δεν είναι μια καλή αφήγηση, παρά τι είναι. Το κατανοείς, όμως, όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί της. Η καλή αφήγηση οφείλει να σε συνεπαίρνει συναισθηματικά, διαφορετικά δημιουργείς ένα ενημερωτικό κατασκεύασμα χωρίς αφηγηματική ισχύ. Ο καλός αφηγητής έχει στόχο, αυτός που δεν έχει ξεχάσει ότι έχει τουλάχιστον έναν αποδέκτη. Μια καλή αφήγηση αφήνει πάντα την πόρτα ανοιχτή ώστε να καταλάβουμε τη νοητική αλληλουχία και να κατανοήσουμε τον κόσμο που δομεί ο δημιουργός, το λεγόμενο world-building», ανέφερε. «Το ότι μαζευόμαστε γύρω από τη φωτιά και λέμε ιστορίες, σε έναν βαθμό υπάρχει ακόμη. Ίσως όχι στην απόλυτη κυριολεξία. Αλλά και το σινεμά είναι μια σύναξη γύρω από τη φωτιά. Αυτή τη φορά αντί για χρήση της φλόγας έχουμε τα φώτα του προβολέα, και αντί για το ζωγραφικό σχέδιο στα τείχη της σπηλιάς έχουμε το φιλμ. Εμείς μαζευόμαστε εκεί που πέφτει το φως».
Στη συνέχεια απάντησε σε ερώτηση σχετικά με το τι εξυπηρετεί η αφήγηση, μια εσωτερική ανάγκη του αφηγητή ή του ακροατηρίου: «Για μένα, οι καλές αφηγήσεις κάνουν και τα δύο. Ο αφηγητής κινείται από μια εσωτερική ανάγκη αλλά αυτή η ιστορία δεν αποκλείει τους γύρω του. Και οι δυο λειτουργίες ικανοποιούνται. Οι αφηγήσεις που έχουν ως αφετηρία δημιουργίας την ικανοποίηση του κοινού συχνά αποτυγχάνουν γιατί η σχέση διάδρασης δεν είναι ειλικρινής. Για να επικοινωνήσεις πρέπει να είσαι έντιμος και ειλικρινής, όπως και σε έναν διάλογο», τόνισε. «Το κοινό ποτέ δεν ξέρει τι θέλει να δει. Αν κάναμε ένα γκάλοπ και ρωτούσαμε τι ταινία θέλει να δει, θα καταλήγαμε σε έναν χαοτικό πονοκέφαλο που δεν βγάζει νόημα. Είναι καλό να έχουμε στο νου μας ότι μας βλέπουν και μας διαβάζουν, αλλά δεν πρέπει να κινούμαστε γύρω από την ικανοποίηση του ακροατηρίου. Είναι σημαντικό να ξέρει ο αφηγητής τι θέλει να πει. Αν είναι να μιλάς μόνο για να μιλάς, καλύτερα να κάνεις κάτι άλλο».
Σχετικά με το μέσο αφήγησης, δήλωσε τα εξής: «Επιλέγω το μέσο σημαίνει πως γνωρίζω τα μέσα που υπάρχουν και ξέρω και πώς λειτουργούν. Πρακτικά, είμαι περιορισμένος στα μέσα που αισθάνομαι ότι μπορώ να διαχειριστώ, ή έστω μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω. Το θέατρο για παράδειγμα είναι κάτι που τώρα μαθαίνω στην εσωτερική του λειτουργία. Η λογοτεχνία μού είναι πολύ πιο οικεία. Η μαθητεία στο μέσο ποτέ δεν τελειώνει. Χρειάζεται τον σεβασμό του ανθρώπου που πιάνει να φτιάξει κάτι από την αρχή. Με τα χρόνια αποκτάς εμπειρία στη μέθοδο. Εγώ για παράδειγμα ξέρω πως για να γράψω, πρέπει να είμαι υγιής, ξεκούραστος και να μην πονάει η μέση μου. Αυτό το κατάλαβα με τον καιρό».
Σχετικά με τα μέσα στα οποία δεν χειρίζεσαι ολοκληρωτικά την αφήγηση (γραφή σεναρίου για τον κινηματογράφο σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη), σχολίασε: «Είναι σημαντικό να κατανοήσεις τις ιδιαιτερότητες του μέσου. Εγώ υπήρξα τυχερός γιατί είχα πάντα “ψώνιο” να κάνω σινεμά και μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω με έναν δημιουργό που θαύμαζα, τον Γιάννη Οικονομίδη. Αρχικά, η μετάβαση από τη λογοτεχνία στο σενάριο ήταν χαοτική. Στην πράξη, ξεκίνησα από την αρχή. Έπρεπε να αρχίσω να σκέφτομαι με εικόνες. Στον κινηματογράφο, δημιουργείς μια σύμβαση στην οποία υπαινίσσεσαι κάτι που στην πεζογραφία εννοείται. Οφείλεις επίσης να λάβεις υπόψη την ευθύνη της πρακτικής υλοποίησης, της παραγωγής, με την οποία στην πεζογραφία δεν ασχολείσαι. Ήταν μια ενδιαφέρουσα άσκηση και μια πρόκληση για μένα. Ένα πετυχημένο σενάριο υπηρετεί τον σκηνοθέτη και την ταινία, ακόμη και αν δεν είναι καλό με λογοτεχνικούς όρους. Πρέπει να μεταδίδει τον κόσμο του σκηνοθέτη απλά και κατανοητά. Υπάρχει ένα δεύτερο στοιχείο, αυτό της χημείας με τον σκηνοθέτη. Είναι σημαντικό όχι απλώς να μη σιχαίνεστε ο ένας τον άλλον, αλλά να συμφωνείτε ιδεολογικά και φιλοσοφικά και οι κόσμοι σας να κινούνται παράλληλα ή έστω να τέμνονται. Σίγουρα να μην αλληλοσυγκρούονται.»
Σχετικά με τη διδασκαλία της τεχνικής της αφήγησης, ανέφερε πως όλοι μπορούμε να αφηγηθούμε, απλώς όχι όλοι το ίδιο καλά. Χρησιμοποίησε το παράδειγμα των αθλητικών προσόντων, λέγοντας πως όλοι μπορούν να προπονηθούν αλλά δεν μπορούν όλοι να γίνουν ολυμπιονίκες: «Οι καλοί αφηγητές αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς τους κανόνες της αφήγησης, τους οποίους χρόνια προσπαθούμε να ορίσουμε. Είναι απατηλοί: όποτε τους πλησιάζουμε, απομακρύνονται. Μέσα στα χρόνια εξελίσσονται και αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο. Σε κάθε εποχή, κάποιος άνθρωπος ανοίγει τον δρόμο, ή μάλλον βρίσκει έναν νέο τρόπο να μεταφράσει την εποχή του», ανέφερε. Σχολίασε επίσης πως σίγουρα υπάρχει χρησιμότητα στη διδασκαλία: «Σε βοηθά να συστηματοποιήσεις τη μελέτη σου. Ωστόσο, αν δεν είσαι καλός, θα γίνεις απλώς ένας ικανοποιητικός, ένας μέτριος αφηγητής. Δεν θα σαγηνεύσεις το κοινό σου. Ένας αφηγητής χρειάζεται δουλειά με τον εαυτό του και αυτό το κομμάτι δεν διδάσκεται. Αν τεμπελιάζεις και δεν μπορείς να γράψεις μόνος σου, μάλλον δεν θα γράψεις ποτέ. Πρέπει να υπάρχει ανάγκη. Με εξαναγκασμό δεν θα λειτουργήσει ποτέ», τόνισε. Προσέθεσε επίσης πως μιλάμε για τον δυτικό τρόπο αφήγησης, που είναι συγκεκριμένης δομής και τελικά ικανοποιεί συγκεκριμένες προσδοκίες. Είναι ένας τρόπος αφήγησης που αναφέρεται σε πολιτισμούς με κοινές αναφορές, γιατί στην Ανατολή οι δικοί μας κανόνες δεν εφαρμόζονται.