Σημαντικές στιγμές από τη ζωή της μοιράστηκε η Χάνα Συγκούλα με το κοινό του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2011, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο της τιμητικής προβολής πέντε μικρού μήκους ταινιών, στις οποίες η εμβληματική καλλιτέχνιδα είτε υπογράφει τη σκηνοθεσία είτε πρωταγωνιστεί. Η προβολή εντάσσεται στο αφιέρωμα που πραγματοποιεί η φετινή διοργάνωση στη Χάνα Συγκούλα, σε συνεργασία με το Goethe-Institut Thessaloniki.
Στην έναρξη της εκδήλωσης, ο εκπρόσωπος του Φεστιβάλ Θάνος Σταυρόπουλος ευχαρίστησε τους Peter Panes (Διευθυντής Ινστιτούτου, Πολιτιστικού Προγράμματος και Γλωσσικού Τμήματος) και Άρη Καλόγηρο (Γραμματεία Πολιτιστικού Προγράμματος) του Goethe-Institut Thessaloniki, καθώς και το Γενικό Προξενείο της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, για τη συνεργασία τους στην υλοποίηση του αφιερώματος.
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε η Χάνα Συγκούλα, η οποία δήλωσε ιδιαιτέρως χαρούμενη για το γεγονός ότι το κοινό είχε γεμίσει την αίθουσα και αμέσως μετά μίλησε για τις ταινίες. Όπως αφηγήθηκε η ίδια, το 1978 οι σχέσεις της με τον σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ ήταν τεταμένες. «Ήταν μια άγρια περίοδος, ήθελε να τα κάνω όλα στην ταινία -να είμαι ηθοποιός, τραγουδίστρια και διάφορα άλλα-, και το πρότζεκτ που ετοίμαζε τότε τελικά δεν προχώρησε. Έτσι, αγόρασα μια κάμερα και τραβούσα δικά μου πλάνα. Ήταν κυρίως το υλικό των ονείρων μου, που τα ξαναζούσα με την κάμερα, χωρίς κανείς να με σκηνοθετεί. Μόνη μου έκανα τη σκηνοθεσία, το φωτισμό και το μοντάζ», είπε η κ. Συγκούλα. Αυτό το υλικό δεν είχε προβληθεί ποτέ, όπως υπογράμμισε η ίδια.
Το 2003 το MoMA/Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης πραγματοποίησε ρετροσπεκτίβα στο έργο της Χάνα Συγκούλα. Οι υπεύθυνοι του Μουσείου τη ρώτησαν αν υπήρχε υλικό της που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ ξανά κι έτσι προβλήθηκαν οι άγνωστες μέχρι τότε ταινίες της. «Ήταν μια επιβράβευση για μένα και έπειτα από αυτό, ξεκίνησα να δουλεύω ξανά», σημείωσε η ηθοποιός. Έτσι δημιούργησε τη δεύτερη ταινία της Χάνα Χάνα, με φόντο το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, η οποία αναφέρεται στη σχέση της ίδιας με το παρελθόν της Γερμανίας. Αφού το MoMA ζήτησε να προβάλει και αυτή την ταινία, μετά από αυτό, όπως είπε η κ. Συγκούλα, «δεν χρειαζόμουν άλλη ενθάρρυνση. Συνέχισα να κάνω ταινίες, μία με δύο το χρόνο, ειδικά όταν δεν είχα προτάσεις για συνεργασίες, διότι αυτό μου έδινε ελπίδα, σκεφτόμουν ότι τα καλύτερα έρχονται. Από παιδί ήμουν έτσι. Ακόμη και τώρα, αυτό πιστεύω».
Πριν το ξεκίνημα της προβολής, η Χάνα Συγκούλα είπε στο κοινό ότι δεν θα πρέπει να αναζητά την τελειότητα σε αυτές τις ταινίες. «Δεν με νοιάζει η τελειότητα, οι ταινίες αυτές έγιναν εντελώς χειροποίητα, με ό,τι υλικό συνέλεγα», σημείωσε χαρακτηριστικά. Στο πρώτο μέρος της τιμητικής προβολής παρουσιάστηκε το τρίπτυχο των ταινιών Νωπή βιογραφία, Εγώ και ο σωσίας μου και Στο τέλος, όλες σε σκηνοθεσία της ίδιας. Σύμφωνα με την κ. Συγκούλα, η Νωπή βιογραφία είναι «μια αυτοβιογραφία, ένα πορτρέτο, μια νωπογραφία του εαυτού μου, με παλιό υλικό. Είναι μια ταινία για το πώς ξεκίνησαν όλα, από την πρώτη νιφάδα του χιονιού». Η ταινία Εγώ και ο σωσίας μου βασίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα του συγγραφέα Βιτόλντ Γκομπρόβιτς. «Προσπαθώ να συλλάβω τις λέξεις που έγραψε κάποιος άλλος και με τις οποίες ταυτίστηκα και υπήρξαν μαγικές για τη ζωή μου», υπογράμμισε σχετικά η ηθοποιός. Όσο για την ταινία Στο τέλος, η κ. Συγκούλα είπε: «Μετά από κάποια χρόνια βλέπεις το τέλος να έρχεται όλο και πιο κοντά και αυτό σε επηρεάζει ως προς το τι αξίζει στη ζωή. Μπορεί οι ρυθμοί σήμερα να είναι πολύ γρήγοροι, αλλά εμένα δεν μου αρέσει να κάνω πράγματα με βιασύνη. Μου χαλάει την απόλαυση της ζωής το να βιάζομαι».
Μετά την προβολή, η Χάνα Συγκούλα δέχτηκε ερωτήσεις από το κοινό. Ένας θεατής τη ρώτησε εάν ως καλλιτέχνιδα δυσκολεύτηκε με το να μιλά γερμανικά και να εκφράζεται σε αυτή τη γλώσσα. Αν και η καλλιτέχνιδα ανήκει στη γενιά που μεγάλωσε αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν υπήρχε λόγος για να νιώθει ένοχη, όπως εξήγησε η ίδια «ωστόσο όντως αισθανόμουν έτσι. Η δράση των ναζί σημάδεψε όλο τον κόσμο. Ήταν τρομερό βάρος αυτή η κληρονομιά». Αναφερόμενη στο γεγονός ότι εξοντώθηκαν τόσοι πολλοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης από τους ναζί, η κ. Συγκούλα είπε: «Με κάνει να αισθάνομαι φριχτά αυτό. Πρόκειται για ένα κομμάτι της Ιστορίας που οι Γερμανοί της γενιάς μου δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν. Όμως δεν έχει νόημα να μένεις σε αυτό το συναίσθημα. Όποτε αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να νιώθω ‘’καλύτερη’’, αμέσως χτυπάει ‘’συναγερμός’’ μέσα μου και στοχάζομαι πάνω στα γεγονότα αυτά. Και οι Γερμανοί είναι άνθρωποι, όμως, δεν είναι όλοι τέρατα. Ωστόσο, η ιστορία αυτή δείχνει το πώς οι άνθρωποι μετατρέπονται σε τέρατα, όταν βρεθούν σε καταστάσεις κρίσης, απώλειας ή φτώχειας».
Η Χάνα Συγκούλα συμπλήρωσε ότι νιώθει άβολα όταν ακούει κάποιον να λέει «είμαι περήφανος για τη χώρα μου». Η ίδια επεσήμανε σχετικά: «Νιώθω να φοβάμαι λίγο. Σκέφτομαι τη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε ο στόχος ήταν να υπερτονιστεί η εθνική υπερηφάνεια. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μου εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη, είναι κάτι που μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε φασισμό, εξτρεμισμό ή τρομοκρατία. Βλέπουμε ακραία κινήματα που θέλουν να σώσουν ‘’αυτό που χάθηκε’’. Κάθε κρίση είναι μια μεγάλη ευκαιρία για να προχωρήσει κανείς μπροστά, αλλά είναι και ένας μεγάλος κίνδυνος να προσκολληθεί σε παλιές αντιλήψεις για το πώς ήταν η ζωή και πώς πρέπει να είναι. Εμείς, η γενιά μου, δεν θέλαμε να ταυτιστούμε με το παρελθόν μας. Εγώ ήθελα να είμαι οτιδήποτε άλλο παρά Γερμανίδα. Αυτό ήταν καλό, γιατί ήμουν πάντα ανοιχτή στο διαφορετικό, πάντα με συναρπάζει αυτό».
Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς αντιμετωπίζει το φόβο των γηρατειών, η κ. Συγκούλα τόνισε: «Υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία που ζει με το φόβο του γήρατος. Οι άνθρωποι κάνουν αισθητικές επεμβάσεις, αλλά κανείς δεν θέλει να κάνει επέμβαση στην ψυχή του και να αφαιρέσει όσα δεν θέλει. Φυσικά, όταν μεγαλώνεις δεν διαθέτεις πια σεξαπίλ, χάνεις αρκετά από τη φυσική σου κατάσταση. Καμιά γυναίκα της ηλικίας μου δεν κοιτάζεται στον καθρέφτη χωρίς να κάνει την κίνηση να τραβήξει το δέρμα του προσώπου της. Δεν θες να αποδεχτείς τη βαρύτητα που σε αλλάζει, αλλά πρέπει να το κάνεις. Εκτός κι αν καταλήξεις σε μια λύση όπως αυτή του Ντόριαν Γκρέι».
Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, προβλήθηκαν οι ταινίες Αναφορά σε μια Ακαδημία-Κάφκα σε σκηνοθεσία της Χάνα Συγκούλα και Πουλάω τα όνειρά μου σε σκηνοθεσία Ruy Guerra και σενάριο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. «Γνώρισα τον Μάρκες στο Παρίσι. ‘’Έχω κάτι για σένα’’, μου είπε. Ήταν τότε διευθυντής της Κινηματογραφικής Σχολής στην Αβάνα και μου παρουσίασε μια ‘’τηλε-νουβέλα’’, όπως τη χαρακτήρισε, δηλαδή ένα φιλμ σε επεισόδια. Ο ρόλος μου σε αυτό ήταν πολύ περίεργος, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αν πρόκειται για έναν χαρακτήρα που κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο, αν είναι φάντασμα ή νοσοκόμα ψυχών. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτός ο ρόλος, γιατί πάντα ένιωθα ότι οι ρόλοι είναι μικρότεροι από μένα. Αυτός λοιπόν ήταν μεγαλύτερος από μένα», αφηγήθηκε η κ. Συγκούλα. Όπως επίσης επεσήμανε η ίδια, στην ταινία Πουλάω τα όνειρά μου γνώρισε την ηθοποιό Αλίσια Μπουσταμάντε, με την οποία ανέπτυξε πολύ στενή φιλία και η οποία πρωταγωνίστησε στην ταινία Αναφορά σε μια Ακαδημία-Κάφκα, μια κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματος του Φραντς Κάφκα, σε σκηνοθεσία της Χάνα Συγκούλα.