ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΑΡΚΑΔΙΑ ΧΑΙΡΕ / Μ’ ΕΝΑ ΣΜΠΑΡΟ ΔΥΟ ΤΡΥΓΟΝΙΑ /
ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
ΑΡΚΑΔΙΑ ΧΑΙΡΕ / Μ’ ΕΝΑ ΣΜΠΑΡΟ ΔΥΟ ΤΡΥΓΟΝΙΑ /
ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το Σάββατο 14 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Φίλιππος Κουτσαφτής (Αρκαδία χαίρε), Λώρα Μαραγκουδάκη (Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια) και Άγγελος Ράλλης & Χανς Ούλριχ Γκεσλ (Ένας τόπος για όλους).
Το ντοκιμαντέρ Ένας τόπος για όλους διερευνά την ανθρώπινη πραγματικότητα ενός χωριού στη Ρουάντα, δύο δεκαετίες μετά τη γενοκτονία. Όπως σημείωσε ο Άγγελος Ράλλης, η Ρουάντα «παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες γενοκτονίες ή το Ολοκαύτωμα. Έγινε ανάμεσα σε ανθρώπους που ήταν γείτονες μεταξύ τους και η συμφιλίωση πρέπει να γίνει μεταξύ γειτόνων. Πρόκειται για μια διαρκή διαδικασία που συμβαίνει στην καθημερινότητά τους». Οι δύο σκηνοθέτες επισκέπτονταν το χωριό επί τέσσερα χρόνια και κινηματογραφούσαν κατά την περίοδο πριν και μετά την τελετή μνήμης για τα θύματα της γενοκτονίας, καταγράφοντας τις συζητήσεις μεταξύ επιζώντων και δολοφόνων «για να δούμε πως μπορούν να συνυπάρχουν», όπως σημείωσαν. «Δεν θέλαμε να κάνουμε ένα ακόμη φιλμ για τη γενοκτονία, αλλά μια ταινία για τη συμφιλίωση, για τον αντίκτυπο που έχουν όσα έγιναν πριν από 20 χρόνια στους σημερινούς εικοσάχρονους» είπε ο κ. Γκεσλ. Όπως εξήγησε ο ίδιος, η διαδικασία εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα: «Στο ατομικό επίπεδο δεν υπάρχει συγχώρεση. Σε επίπεδο κοινωνίας, υπάρχει ισχυρή πολιτική συμφιλίωσης». Παρά την κριτική ότι η συμφιλίωση γίνεται με αναγκαστικό τρόπο, είναι κατανοητό γιατί πρέπει να υπάρχει, καθώς πρόκειται για μια κοινωνία που «έχασε την ευτυχία, την ανεμελιά, την εμπιστοσύνη της. Οι πολίτες δεν συνομιλούν ειλικρινά πλέον» υπογράμμισε ο κ. Γκεσλ. «Οι έχθρες μεταξύ των δύο φυλών στη Ρουάντα ήταν προαιώνιες, επομένως ήταν δύσκολο να αλλάξει η κατάσταση μέσα σε 20 χρόνια», συμπλήρωσε ο κ. Ράλλης. Στην ταινία ένας νεαρός Χούτου συνάπτει σχέση με μια κοπέλα από τους Τούτσι. Οι μεικτοί γάμοι είναι ταμπού, ειδικά όταν μιλάμε για ένα χωριό. Υπάρχουν παραδόσεις και έθιμα βαθιά ριζωμένα. Πρέπει να συναντηθούν οι σοφοί των δυο φυλών για να αποφασίσουν για το αν πρέπει να γίνει ο γάμος» εξήγησε ο κ. Ράλλης. «Τα ταμπού βεβαίως υπάρχουν και τα παιδιά από νεαρή ηλικία ανατρέφονται με διαφορετική ψυχολογία και αναπτύσσουν φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις στη βάση φυλετικών διαχωρισμών» πρόσθεσε ο κ. Γκεσλ. Η κατάσταση στη χώρα σήμερα συνοψίζεται στο σχόλιο του ίδιου ότι «στο τέλος του τίτλου του ντοκιμαντέρ θα μπορούσε πολύ εύκολα να υπάρχει ένα ερωτηματικό».
Η ανοιξιάτικη λαθροθηρία που εξακολουθεί να υφίσταται ως ισχυρή παράδοση στα Ιόνια νησιά και να διαδίδεται από γενιά σε γενιά, είναι το βασικό θέμα του ντοκιμαντέρ Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια της Λώρας Μαραγκουδάκη. Η ταινία προέκυψε έπειτα από πρόταση της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, στο πλαίσιο μιας διεθνούς εκστρατείας για τη λαθροθηρία στη Μεσόγειο, με φορείς από την Ιταλία και την Ισπανία. Στην περίπτωση των Ιόνιων νησιών, αυτή η «παράδοση» της ανοιξιάτικης λαθροθηρίας δημιουργεί μέτωπα συγκρούσεων όχι μόνο μεταξύ λαθροθήρων και τρυγονιών, αλλά και μεταξύ των κατοίκων. Η σκηνοθέτιδα επέλεξε να χρησιμοποιήσει έναν χιουμοριστικό τρόπο αφήγησης, σημειώνοντας σχετικά: «Μέσα από το χιούμορ ήθελα να δημιουργήσω μια πιο φιλική προσέγγιση, ένα πλαίσιο διαλόγου. Ήμασταν τυχεροί που συναντήσαμε, μεταξύ άλλων, και ανθρώπους που αυτοσαρκάζονται. Πάντως γνωρίζουν τη ζημιά που προκαλούν». Κατά τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, οι συνθήκες δεν ήταν πάντα ιδανικές. «Κινηματογραφήσαμε όσα μας επέτρεψαν να κινηματογραφήσουμε. Στους Αντίπαξους μας απέκλεισαν με μηχανάκια και αυτοκίνητα, μας περικύκλωσαν, δεχτήκαμε λεκτικές απειλές», είπε η δημιουργός. Βέβαια, στο τέλος η διαπραγμάτευση απέδωσε και όλα πήγαν μια χαρά. Σύμφωνα με την κ. Μαραγκουδάκη «η συγκεκριμένη κατάσταση ερμηνεύεται στη βάση της ανταγωνιστικής ανδρικής κουλτούρας που συντηρείται ανάμεσα στους νέους. Μόνο η παιδεία μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Η καταστολή του φαινομένου δεν έχει πετύχει στα νησιά, γιατί όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Ο μόνος τρόπος είναι το να αλλάξουν συνειδήσεις στα νέα παιδιά».
Το ντοκιμαντέρ Αρκαδία χαίρε του Φίλιππου Κουτσαφτή μας ταξιδεύει σε ένα διαφορετικό μέρος της Ελλάδας: είναι μια περιήγηση στα χωριά της Τεγέας, αλλά ταυτόχρονα και μια προσπάθεια αναζήτησης ταυτότητας. Όπως και στο προηγούμενο ντοκιμαντέρ του Αγέλαστος Πέτρα, η προσπάθεια ήταν «να δούμε τους τόπους με τρόπο έξω από την καταγραφή και την περιγραφή, με την ταυτότητα τους», ενώ κατ’ επέκταση, όπως είπε, «το να βρω αυτούς τους δρόμους είναι μέρος και της δικής μου ταυτότητας». Ο κ. Κουτσαφτής επέλεξε την Αρκαδία συμπτωματικά, με αφορμή τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος - Βιοχάλκο. «Η ταινία είναι μια περιπλάνηση κάποιων ετών στην Τεγέα, όπου υπάρχουν 18 χωριά με ελάχιστους κατοίκους και μεγάλη ιστορία. Υπάρχει επίσης ο συγκλονιστικός ναός της Αλέας Αθηνάς, καθώς και πολλά γοητευτικά μυθολογικά στοιχεία. Πέρα από το ιστορικό και μυθολογικό πλαίσιο της αρχαιότητας, η Αρκαδία συνδέεται και με έναν μύθο που ήρθε από τη Δύση, το μύθο του Διαφωτισμού. Η ευδαίμων Αρκαδία συμβόλιζε τον επίγειο παράδεισο του άδολου έρωτα προ του προπατορικού αμαρτήματος. Από τους διανοούμενους του Διαφωτισμού δεν επισκέφτηκε κανείς την πραγματική Αρκαδία κι αυτός ο μύθος δεν ρίζωσε στον ελλαδικό χώρο», υπογράμμισε ο κ. Κουτσαφτής. Στην ταινία ο χρόνος έχει μια ιδιαίτερη διάσταση. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί το πώς αλλάζουν οι εποχές, ο τόπος, οι άνθρωποι. «Τον χρόνο τον δίνω πρωτίστως σε μένα. Η δική μου ανεπάρκεια με αναγκάζει να το κάνω, για να δω τα πράγματα καλύτερα» ανέφερε σχετικά. Ο ίδιος συμπλήρωσε χαρακτηριστικά ότι η προετοιμασία της ταινίας ξεκίνησε «πριν μπει στο λεξιλόγιό μας η λέξη κρίση, αλλά ακόμη και τότε ήταν εμφανή ορισμένα στοιχεία που συνδέονται με αυτή». Ο δημιουργός εξήγησε: «Ο τόπος αυτός έχει εγκαταλειφθεί από τους νέους, στα χωριά υπάρχει μικρός αριθμός γερόντων, ενώ η αγροτική παραγωγή είναι ελάχιστη, παρόλο που θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη. Οι άνθρωποι του τόπου αυτού, του γύρισαν την πλάτη και έχασε την ταυτότητα του. Είναι σημάδια των καιρών που οδήγησαν ως έναν βαθμό σε αυτό που λέμε κρίση. Οι Αρκάδες κάποτε έφευγαν μισθοφόροι, ύστερα μετανάστες στις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Σήμερα το κενό καλύπτουν οι εργάτες γης από τις γειτονικές χώρες που κατοικούν στα χωριά αυτά».