ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΣΙΡΑ: ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΟΕΒΡΑΪΚΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ / ΠΟΙΟΣ ΑΡΠΑΞΕ ΤΟΝ ΤΖΟΝΙ;/
ΞΕΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΟΒΟ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΚΑΟ ΖΙΣΕΝΓΚ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τρίτη 17 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Κάρολ Γκόρντον και Νάταλι Κάνινχαμ (Ακολουθώντας το ταξίδι της Σίρα: Μια ελληνοεβραϊκή oδύσσεια), Ουεντζίνγκ Μα (Ξεπερνώντας το φόβο: Η ιστορία του Γκάο Ζισένγκ) και Μάικλ Γκαλίνσκι (Ποιος άρπαξε τον Τζόνι;).
Παίρνοντας πρώτος το λόγο, ο Μάικλ Γκαλίνσκι αναφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ Ποιος άρπαξε τον Τζόνι;, το οποίο υπογράφει σκηνοθετικά με τους Ντέιβιντ Μπέιλινσον και Σούκι Χόλι. Η ταινία αναφέρεται στη διαβόητη εξαφάνιση του 12χρονου Τζόνι Γκος, η οποία συνέβη στις ΗΠΑ πριν από τριάντα χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που δόθηκε τόση δημοσιότητα σε ανάλογο περιστατικό και μάλιστα η φωτογραφία του παιδιού ήταν η πρώτη που είχε τυπωθεί στις ετικέτες που ήταν κολλημένες στις συσκευασίες του γάλακτος, έτσι ώστε να ενημερωθεί για την εξαφάνιση όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος. Το ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται κυρίως στο πώς διαχειρίστηκε το θέμα η μητέρα του Τζόνι, Νορίν, η οποία «ήθελε να διαχέονται οι πληροφορίες, γιατί έτσι διατηρούνταν το θέμα στην επικαιρότητα», όπως ανέφερε ο κ. Γκαλίνσκι. Όταν εξαφανίστηκε ο Τζόνι, οι αρχές είπαν στη μητέρα να περιμένει δυο εικοσιτετράωρα μήπως το παιδί επιστρέψει. «Σήμερα, ωστόσο, έχουμε άμεση αντίδραση σε παρόμοια περιστατικά με το Amber Alert. Τότε, η ιστορία του Τζόνι τρέλανε όλη τη χώρα κι από τότε όλοι άρχισαν να γίνονται υπερπροστατευτικοί. Πρόσφατα, μάλιστα, μια γυναίκα ουσιαστικά τέθηκε υπό παρακολούθηση επειδή άφησε τα παιδιά της να περπατήσουν ένα τέταρτο του μιλίου μόνα τους για να πάνε στο πάρκο!», σημείωσε ο δημιουργός. Ο ίδιος, απαντώντας σε σχόλιο για το εάν η υπερβολική προσοχή σχετίζεται και με τα κρούσματα παιδοφιλίας που βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας, υπογράμμισε: «Όταν συνέβη η εξαφάνιση του Τζόνι, ο κόσμος δεν έβαζε στο νου του την παιδοφιλία. Σήμερα μπορεί να είμαστε υστερικοί ως προς το θέμα. Όμως την ίδια στιγμή υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες δείχνουμε ότι το αγνοούμε. Κάποιες φορές συμβαίνουν πράγματα που σχετίζονται με ζητήματα εξουσίας, ΜΜΕ ή συγκάλυψης. Υπήρχε μια πόλη στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου ζούσαν 1.600 παιδιά θύματα trafficking. Όλοι το ήξεραν, αλλά ήταν παιδιά μεταναστών και ίσως υπήρχαν ‘’κόκκινες γραμμές’’ που οι άνθρωποι δεν ήθελαν να ξεπεράσουν εκεί». Όπως είπε ο κ. Γκαλίνσκι, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι το πρώτο στην Ευρώπη που επέλεξε να προβάλλει το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ. «Οι προγραμματιστές φεστιβάλ νιώθουν πολύ άβολα με το θέμα της ταινίας και για το πώς θα αντιδράσει το κοινό σε αυτή. Από την άλλη, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η μητέρα του Τζόνι είναι μια περίπλοκη γυναίκα, δεν είναι όλα απλά και ξεκάθαρα στην ιστορία του», εξήγησε ο δημιουργός, ενώ πρόσθεσε: «Νομίζω ότι είναι ικανοποιημένη με την ταινία, αλλά δυσαρεστημένη που δεν προβάλλεται ευρέως».
Μια διαφορετική ιστορία εκτυλίσσεται στο ντοκιμαντέρ Ακολουθώντας το ταξίδι της Σίρα: Μια ελληνοεβραϊκή oδύσσεια, των αυστραλών δημιουργών Κάρολ Γκόρντον και Νάταλι Κάνινχαμ. Όπως εξήγησε η κ. Γκόρντον, έμαθε για την ύπαρξη εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα πριν από 25 χρόνια. «Ο κόσμος γνώριζε πολύ λίγα πράγματα γι’ αυτές τις κοινότητες, καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία. Όμως πριν από οκτώ χρόνια χάρη στο διαδίκτυο, αναπτερώθηκε η αισιοδοξία μου, γιατί εκεί βρήκα πληροφορίες για το θέμα. Επειδή ήταν πολύ λίγα πράγματα γνωστά για τις κοινότητες αυτές, άρχισα να σκέφτομαι, σε βαθμό εμμονής, να κάνω μια ταινία για το θέμα. Έγραψα επίσης κι ένα σενάριο, το οποίο σκέφτηκα να δημοσιεύσω με τη μορφή βιβλίου και ταυτόχρονα να κάνω και ένα ντοκιμαντέρ» εξήγησε. Στις αρχές του 2014, η κ. Γκόρντον ήρθε σε επαφή με μέλη εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα και παρόλο που είχε συναντήσει πολλούς επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος στην Αυστραλία, η εμπειρία της στη χώρα μας ήταν τελείως διαφορετική. «Γενικά, όταν μιλάς με επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος ποτέ δεν ξέρεις αν θα σου ανοιχτούν για να μιλήσουν. Στην Ελλάδα μου ανοίχτηκαν αμέσως και έτσι έμαθα πολλά περισσότερα», τόνισε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια επεσήμανε ότι ένα στοιχείο που προέκυψε μέσα από τις αφηγήσεις των χαρακτήρων του ντοκιμαντέρ και την εντυπωσίασε, ήταν «η εμμονή των ναζί να πιάσουν ακόμη και την τελευταία εβραιοπούλα», όπως υπογράμμισε. Στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ συμμετείχε ως μοντέρ και σκηνοθέτιδα και η Νάταλι Κάνινχαμ, η οποία, με τη σειρά της, επεσήμανε για το ντοκιμαντέρ: «Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά. Συλλέξαμε πολύτιμο υλικό, διάρκειας 40 ωρών. Για μας ήταν σημαντικό να παρουσιάσουμε τη γενικότερη εικόνα, να επικεντρωθούμε σε όσα συνέβησαν τα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, στο πώς αυτές οι κοινότητες επιβιώνουν. Επίσης, να αφυπνίσουμε τον κόσμο και να φέρουμε το θέμα στη δημόσια συζήτηση». Αναφερόμενη στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, η κ. Γκόρντον σημείωσε ότι τα μέλη της τη βοήθησαν πολύ στην πραγματοποίηση της ταινίας και είναι ιδιαιτέρως δραστήρια, ενώ συμπλήρωσε ότι «κάνουν τεράστιες προσπάθειες να διατηρήσουν ζωντανή την κουλτούρα και την ιστορία τους, έχοντας παράλληλα την υποστήριξη του Δήμου Θεσσαλονίκης και του Δημάρχου».
Στη συνέχεια της συνέντευξης Τύπου, το λόγο πήρε η Ουεντζίνγκ Μα, η οποία στο ντοκιμαντέρ Ξεπερνώντας το φόβο: Η ιστορία του Γκάο Ζισένγκ παρουσιάζει τη συγκλονιστική ιστορία του κινέζου Γκάο Ζισένγκ, δικηγόρου και υπερασπιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο οποίος φυλακίστηκε και βασανίστηκε από την κινεζική κυβέρνηση. Η σκηνοθέτιδα εξήγησε πώς συνέλαβε την ιδέα του ντοκιμαντέρ: «Μια κρύα νύχτα στα τέλη του 2010, όταν τα παιδιά μου είχαν πέσει για ύπνο, βρήκα στο διαδίκτυο μια συνέντευξη του Γκάο Zισένγκ, ο οποίος αφηγούνταν τι πέρασε όταν τον απήγαγαν εξαιτίας της υποστήριξής του στην αρχαία κινεζική πρακτική διαλογισμού Φάλουν Γκονγκ». Ο Ζισένγκ είχε υπερασπιστεί δημόσια τα δικαιώματα όσων ασκούσαν το Φάλουν Γκονγκ, μια πρακτική με εκατομμύρια οπαδούς, την οποία το καθεστώς θεωρεί ως απειλή λόγω της αριθμητικής υπεροχής και της δυναμικής της και προσπαθεί να τη θέσει υπό έλεγχο. Ο Ζισένγκ μίλησε ανοικτά για τις διώξεις που υπέστησαν οι οπαδοί του Φάλουν Γκονγκ μετά το 1999, οπότε και ο ίδιος άρχισε να διώκεται από τις κινεζικές αρχές. «Οι αρχές κακοποίησαν τη γυναίκα και τα παιδιά του, τους πήραν τα χρήματα για να μη μπορούν να ζήσουν, μόνο και μόνο για να τον κάνουν να εγκαταλείψει το έργο του ως δικηγόρος, αλλά δεν τα κατάφεραν. Από τη μια πλευρά, εκείνος ένιωθε ότι έπρεπε να συνεχίσει τον αγώνα του, αλλά από την άλλη, ως πατέρας και σύζυγος ένιωθε ότι έπρεπε να προστατεύσει την οικογένειά του. Η ιστορία του είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων συμβαίνουν σήμερα στην Κίνα και δεν τα γνωρίζει η Δύση» τόνισε η σκηνοθέτιδα. Απαντώντας στο ερώτημα για το εάν υπάρχει ελπίδα ότι κάτι αλλάζει στην Κίνα, η ίδια επεσήμανε: «Οι βασανιστές του Γκάο παραδέχτηκαν ότι τον βασανίζουν, όπως και όσους ασκούν το Φάλουν Γκονγκ, για παραδειγματισμό των υπολοίπων. Όμως δεν τα κατάφεραν. Πλέον πολλοί δικηγόροι υπερασπίζονται τους πιστούς του Φάλουν Γκονγκ. Τώρα τέτοιες συζητήσεις μπορούν να γίνουν ανοικτά στο δικαστήριο, πολλοί πολίτες παρίστανται στις δίκες και οι δικηγόροι μπορούν να ασκήσουν έφεση, κάτι που ήταν αδιανόητο πριν. Η περίπτωση του Γκάο ενθάρρυνε πολλούς ανθρώπους να μιλήσουν». Στο ντοκιμαντέρ μιλούν μόνο η σύζυγος και τα παιδιά του κινέζου ακτιβιστή, που πλέον ζουν στις ΗΠΑ. «Εγώ δεν είχα καμία επαφή με τον ίδιο ή με συγγενείς του που ζουν στην Κίνα. Είναι επικίνδυνο να μιλήσουν. Από τη σύζυγο του μάθαμε επίσης πως όταν απελευθερώθηκε από τη φυλακή πέρυσι, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Μετά από πέντε χρόνια στην απομόνωση, όπου δεν υπήρχε φως, ήταν λευκός σαν φάντασμα, δεν μπορούσε να περπατήσει, να μιλήσει, να διαβάσει. Σήμερα πλέον, μπορεί να μιλήσει και αρχίζει να ξαναβρίσκει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να διαβάζει και να γράφει ξανά», τόνισε η δημιουργός.