ΜΙΛΑΝΤ – Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΜΟΥ... / DAVID KENNEDY, ΣΜΙΛΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ / ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ - ΠΕΡΑΜΑ / ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το Σάββατο 21 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μενέλαος Καραμαγγιώλης (Μίλαντ-Ο πλανήτης μου...), Άγγελος Κοβότσος (David Kennedy, Σμιλεύοντας τη ζωή), Στρατούλα Θεοδωράτου (Το ψάρι στο βουνό – Πέραμα) και Αλέξανδρος Παπαηλιού (Στη φωλιά του χρόνου).
Αρχικά πήρε τον λόγο ο Άγγελος Κοβότσος, ο οποίος στην ταινία David Kennedy, σμιλεύοντας τη ζωή, καταγράφει την προσωπικότητα ενός ασυνήθιστου καλλιτέχνη: «Ήταν ένας καλλιτέχνης που ζούσε στο Σφεντούρι της Αίγινας από τη δεκαετία του ’70. Πιο πριν ζούσε στην Πλάκα. Ήρθε από τη Νέα Ζηλανδία στην Ελλάδα το ’60 για διακοπές κι έμεινε, ενώ η οικογένειά του γύρισε πίσω στην πατρίδα τους. Στην Αίγινα ο Ντέιβιντ Κένεντι γνώρισε τη Μάγια, τη γυναίκα της ζωής του, έχτισε μόνος του το σπίτι του κι αφοσιώθηκε στα γλυπτά του που έκανε κυρίως με την τέχνη του λιωμένου κεριού. Δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Πίστευε ότι η τέχνη είναι κάτι χειροποίητο. Αγαπούσε πολύ τα ζώα κι αυτό ήταν αγαπημένο θέμα στα έργα του. Πιο πολύ θελήσαμε να δούμε αυτό που του συνέβη στο τέλος της ζωής του, όταν με τα γηρατειά δεν μπορούσε να ασχοληθεί πια με την τέχνη του. Κατέπεσε, έχασε την έμπνευσή του. Ώσπου η Μάγια του έδωσε τη δυνατότητα να φτιάχνει ξύλινα κουτάλια κι αυτό τον ζωντάνεψε για ένα διάστημα. Η ταινία αρχίζει με το ερώτημα της τέχνης και τελειώνει με το ερώτημα των γηρατειών, τον χρόνο που πετάει. Ο ήρωας ήταν από τις περιπτώσεις των καλλιτεχνών που έμειναν αφανείς παρότι θα έπρεπε να είναι διάσημος». Αναφορικά με την χρηματοδότηση της ταινίας, ο κ. Κοβότσος ανέφερε μεταξύ άλλων: «Γυρίσαμε την ταινία μόνοι μας. Υπάρχει σοβαρή κρίση στο ντοκιμαντέρ αλλά υπάρχουν και πολλές συμμετοχές κι αυτό είναι ελπιδοφόρο».
Από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Παπαηλιού, στην ταινία Στη φωλιά του χρόνου συστήνει το κοινό σε οικοσυστήματα της Ελλάδας και σε ανθρώπους που ζουν εκεί: «Το ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε τρεις νέους ανθρώπους που τους γνωρίζουμε πολλά χρόνια. Η σχέση τους με τη φύση –είναι επιστήμονες που εργάζονται εκεί- μας γίνεται κι εμάς αρκετά οικεία. Με τη σεναριογράφο Χαρά Φράγκου αποφασίσαμε να κάνουμε την ταινία αυτή θέλοντας να δείξουμε ότι η κρίση δεν έχει σχέση μόνο με τα αστικά περιβάλλοντα και την οικονομία αλλά και με το περιβάλλον. Πεποίθησή μας είναι ότι η απάντηση στην κρίση είναι ο άνθρωπος, η ανθρώπινη δραστηριότητα. Στην ταινία τρεις άνθρωποι είναι αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, τον στόχο τους, δεν επηρεάζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για όποιον δεν έχει γνωρίσει τέτοια οικοσυστήματα, τη φύση, τον χρόνο που περνάει». Η σεναριογράφος του ντοκιμαντέρ Χαρά Φράγκου, πρόσθεσε: «Για το ντοκιμαντέρ βασίστηκα σε μία φιλοσοφική αρχή του Αλέν Μπαντιού που υποστηρίζει ότι αν η ανθρωπότητα δεν είχε υποκύψει στην ταχύτητα που επέβαλε ο καπιταλισμός θα ήταν πολύ καλύτερα, θα είχε μπει σε ένα καταφύγιο χρόνου. Αυτό μπήκε στο μυαλό μου και ενδιαφέρθηκα για τους ανθρώπους αυτούς που έχουν ένα καταφύγιο, μια φωλιά του χρόνου. Ρισκάρισαν πολλά στη ζωή τους για να είναι στο πεδίο κι αυτό τους έδωσε χρόνο. Κέρδισαν γνωρίζοντας τους αγρότες, τους ψαράδες και κατάλαβαν τις ανάγκες τους. Δεν υπέκυψαν στο επείγον, αλλά άκουσαν τους ρυθμούς της φύσης. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι όσοι δουν το ντοκιμαντέρ, αν αφήσουν την πόλη και βγουν στη φύση, ίσως γίνουν καλύτεροι άνθρωποι».
Σε διαφορετικό κλίμα, η Στρατούλα Θεοδωράτου στην ταινία Το ψάρι στο βουνό – Πέραμα, περιηγείται σε μια πόλη χτισμένη γύρω από τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, που καταρρέει. Περιγράφοντας την εμπειρία της από τα γυρίσματα, η σκηνοθέτιδα εξήγησε: «Είναι μία τραγική κατάσταση. Συνάντησα ανθρώπους που ζουν στην απόλυτη φτώχεια. Έχουν ανάγκη να ακουστούν. Όμως δεν ήθελα να κάνω ένα ακόμη ντοκιμαντέρ για τους φτωχούς που ζουν χωρίς ρεύμα. Αυτό έχει γίνει πολύ στην τηλεόραση και έχει δημιουργήσει μία ηδονοβλεπτική ματιά πάνω στον πόνο του άλλου. Ήθελα να το δω σε επίπεδο γεωπολιτικό. Χρησιμοποίησα το Πέραμα ως τρόπο παρατήρησης του πλανήτη. Απλά εκεί η κρίση ξεκίνησε νωρίτερα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Με ενδιέφερε να δω τι σημαίνει ανάδυση των ασιατικών αγορών για εμάς, τι σημαίνει ότι η Κίνα στρέφεται στη ναυπηγοεπισκευή, τι σημαίνει ότι συνεργάζεται με τη Γερμανία». Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι θα αλλάξει κάτι στη ζωή αυτών των ανθρώπων η σκηνοθέτις απάντησε: «Δεν είναι εύκολο να απαντήσω γιατί δεν είμαι πολιτικός. Πλέον δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή την Ευρώπη αυτό το θέμα, είναι ένα τέρας που κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο. Το θέμα μας δεν είναι καν ο καπιταλισμός, να θυμίσω ότι η Κίνα είναι κομμουνιστική. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι, πάντως σίγουρα δεν θα γίνει κάτι σε τοπικό επίπεδο αν δεν αλλάξει κάτι πιο συνολικά».
Εικόνες μετανάστευσης παρουσιάζει ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης στην ταινία Μιλάντ, ο πλανήτης μου.... Αναφερόμενος στο χρονικό των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Η ταινία ξεκίνησε σχεδόν από μόνη της πριν τρία χρόνια στο πλαίσιο της δουλειάς της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Άρσις», που ασχολείται με οικογένειες μεταναστών. Εκεί, είναι οι γυναίκες που συνήθως ζητούν βοήθεια. Όμως συναντήσαμε μία οικογένεια που είχε και πατέρα. Ανάμεσα σε πέντε μέλη, μόνο ο μικρός από τα παιδιά μιλούσε ελληνικά. Σιγά-σιγά ανακαλύψαμε την ιστορία τους. Ο πατέρας και η μάνα προέρχονταν από δύο διαφορετικές φυλές του Αφγανιστάν που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι δυο τους έφυγαν κυνηγημένοι από τις οικογένειές τους και μετά από πολλές περιπέτειες βρέθηκαν στην Ελλάδα. Στο ταξίδι τους απέκτησαν και τα παιδιά τους. Κάποια στιγμή του τίθεται από τους διακινητές ένα δίλημμα για το αν πρέπει να στείλει ένα από τα παιδιά του στη Γερμανία κι έτσι βρίσκεται αντιμέτωπος με το αρχέγονο ερώτημα αν πρέπει να θυσιάσει ένα παιδί του για τα υπόλοιπα». Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η ιστορία του Τζελανί δεν είναι μία ιστορία μετανάστευσης: «Αν ήταν μυθοπλασία θα τη βρίσκαμε ευρηματική. Η ταινία σχετίζεται με τη χώρα μας, τη σχέση μας με τους ξένους. Υπάρχει μία Αθήνα που δεν υποπτευόμαστε, στο Πεδίον του Άρεως κοιμούνται τα βράδια παιδιά ασυνόδευτα. Αυτοί οι άνθρωποι, οι μετανάστες δεν είναι εξ αρχής παραβατικοί, αν πεινάνε όμως σίγουρα θα γίνουν κι εμείς είμαστε συνένοχοι σ΄ αυτό».