17ο ΦΝΘ: Συνέντευξη Τύπου (Emery Tales / Πέπε Μουχίκα-Ένας πρώην ανθοκόμος / Θούλη Τουβαλού / Φλόγα)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
EMERY TALES / PEPE MUJICA-LESSONS FROM THE FLOWERBED /THULETUVALU / FLAME

 
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το Σάββατο 21 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Στέλιος Ευσταθόπουλος (Emery Tales), Χάιντι Σπέκογκνα (Πέπε Μουχίκα-Ένας πρώην ανθοκόμος), Ματίας Φον Γκούντεν (Θούλη Τουβαλού) και Αντρέ Αντρέεφ (Φλόγα).
 
Αρχικά πήρε τον λόγο ο Στέλιος Ευσταθόπουλος, που μίλησε για την ταινία Emery Tales, την οποία υπογράφει σκηνοθετικά μαζί με τη Σουζάνε Μπάουζινγκερ. Τα γυρίσματα έγιναν στην ορεινή ενδοχώρα της Νάξου,  όπου έξι κοινότητες κατέχουν το προνόμιο να εξορύσσουν τη σμύριδα, περιζήτητη παλιότερα, όχι όμως σήμερα. Αναφερόμενος στους λόγους που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το θέμα, ο κ. Ευσταθόπουλος εξήγησε: «Εργάζομαι για τη γερμανική τηλεόραση ως εικονολήπτης από το 1983. Έχουμε κάνει πολλά ντοκιμαντέρ και η Νάξος ήταν από τους αγαπημένους  μας προορισμούς. Εκεί, μιλώντας με τους ανθρώπους για τη σμύριδα σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ενδιαφέρον θέμα για ντοκιμαντέρ. Είναι μία άγνωστη ιστορία ακόμη και για την Ελλάδα, ακόμη και για κάποιους Ναξιώτες». Στην ερώτηση για το πώς βλέπει την κατάσταση να εξελίσσεται για τους Ναξιώτες εργάτες, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Είναι τόσο μπερδεμένη ιστορία, που ούτε οι ίδιοι μπορούν να απαντήσουν. Είναι μπλεγμένοι σε ένα προνόμιο που είναι ευχή από τη μια μεριά και κατάρα από την άλλη. Είναι δέσμιοι μιας κατάστασης που δεν μπορούν να διαχειριστούν, ενώ ούτε και το κράτος μπορεί να παρέμβει ούτε ιδιώτες μπορούν να εμπλακούν». Όσο για την παλαιότητα των εγκαταστάσεων εξόρυξης και τους κινδύνους που βιώνουν οι εργάτες, ο κ. Ευσταθόπουλος εξήγησε: «Οι συνθήκες είναι πρωτόγονες. Το 1920 έγινε η τελευταία μεγάλη επένδυση από την πλευρά του κράτους. Αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον όχι για να βγάλουν χρήματα. Το μόνο κέρδος τους είναι το ΙΚΑ τους, δουλεύουν τέσσερις μήνες το χρόνο για να μπορούν να πάνε σε ένα νοσοκομείο. Εύχομαι να αλλάξει κάτι. Όσοι ζούμε στην Ελλάδα ξέρουμε ότι αυτό είναι δύσκολο. Τα χωριά ερημώνουν, οι νέοι δεν έχουν κάτι να κάνουν εκεί, δεν τους κρατάει ο τόπος. Στη Νάξο έχουν έναν θησαυρό κι αυτός ο θησαυρός δεν είναι ικανός να τους κρατήσει στην περιοχή τους».
 
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, η  Χάιντι Σπέκογκνα στην ταινία Πέπε Μουχίκα – Ένας πρώην ανθοκόμος, επιλέγει ως ήρωά της τον πρώην πρόεδρο της Ουρουγουάης, γνωστό και ως τον πιο φτωχό ηγέτη κράτους στον κόσμο. Πρώην αντάρτης και ανθοκόμος, ο Πέπε Μουχίκα έγινε διάσημος για  τον ταπεινό τρόπο ζωής, την αντισυμβατική συμπεριφορά σε ζητήματα πολιτικού πρωτοκόλλου και τα πολιτικά του οράματα. Η σκηνοθέτιδα εξήγησε σχετικά: «Το πρώτο ντοκιμαντέρ που γύρισα για τον Μουχίκα πριν από 20 χρόνια, κλείνει με συνέντευξή του, στην οποία τον βλέπουμε λυπημένο να διερωτάται κατά πόσο είναι κατάλληλος να αναλάβει πολιτικό αξίωμα. Είχε μόλις αποφυλακιστεί και προσπαθούσε να δει κατά πόσο έπρεπε να ασχολείται με την ανθοκομία. Είκοσι χρόνια αργότερα τον ρώτησα τι έγινε ο ονειροπόλος μέσα του. Μου είπε ότι δεν έχει αλλάξει, όμως το περιβάλλον γύρω του έχει αλλάξει». Στην ερώτηση σχετικά με το τι αντιπροσωπεύει ο ήρωας της γι’ αυτήν, η κ. Σπέκογκνα απάντησε: «Εδώ και 15 μέρες έχουν γίνει εκλογές στην Ουρουγουάη και ο Μουχίκα εγκατέλειψε το προεδρικό αξίωμα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο πρόεδρος δεν μπορεί να αναλάβει δύο συνεχόμενες θητείες. Κι ενώ στην ταινία ο Μουχίκα μου είπε ότι θέλει να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική, λίγες μέρες αργότερα πήγε στο κοινοβούλιο κι εξελέγη ως γερουσιαστής με τις περισσότερες ψήφους μάλιστα. Πλέον κατέχει τη δεύτερη θέση της ιεραρχίας, δηλαδή αν ο πρόεδρος βρίσκεται σε ταξίδι, ο Πέπε Μουχίκα τον αναπληρώνει». Η σκηνοθέτιδα περιέγραψε τον ήρωά της ως «μία μορφή που ενώνει μία χώρα που βρέθηκε διχασμένη για σειρά ετών» και τόνισε: «Στην Ουρουγουάη κατά τη δικτατορία είχαμε πολλά υψηλά ποσοστά βασανισμών, σε κάθε οικογένεια βρίσκει κανείς ένα θύμα. Μετά τη δικτατορία, χρειαζόταν ένας άνθρωπος να ενώσει τους πολίτες. Ο Πέπε δεν τρέφει αισθήματα μίσους, δεν ξέρω πού τα καταχωνιάζει, πάντως δεν τα εκδηλώνει. Δεν τον ενδιαφέρει το παρελθόν, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βρει διέξοδο για τους πολίτες της χώρας. Ο ίδιος λέει: «Είμαι πρόεδρος όλων των πολιτών».
 
Οικολογικοί κι ανθρώπινοι είναι οι προβληματισμοί που θέτει ο Ματίας Φον Γκούντεν στην ταινία Θούλη Τουβαλού, στην οποία συνδέει δύο διαφορετικές γωνίες του πλανήτη που γίνονται πρωτοσέλιδα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής: τη Θούλη της Γροιλανδίας, όπου οι πάγοι λιώνουν σε ρυθμό ρεκόρ, και το Τουβαλού, απομακρυσμένο νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού και μία από τις πρώτες χώρες που είναι στα πρόθυρα να βυθιστούν, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Μιλώντας για τους λόγους που τον ώθησαν να γυρίσει την ταινία, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Στην πραγματικότητα στόχος μου δεν ήταν να κάνω ταινία για την κλιματική αλλαγή. Δεν είμαι ακτιβιστής ούτε επιστήμονας. Όλα ξεκίνησαν με αυτούς τους δύο τόπους που βρίσκονταν στο μυαλό μου και πριν την κλιματική αλλαγή. Είχα βρει αυτά τα δύο σημεία στον χάρτη όταν ήμουν παιδί γιατί μου άρεσε να ‘’ταξιδεύω’’ σε χάρτες. Έψαχνα τα πιο τρομακτικά μέρη που μπορούσε να ζήσει κανείς, το πιο κρύο στον πλανήτη, βόρεια, τη Θούλη και το Τουβαλού όπου, λόγω της διαφορετικής ζώνης ώρας, με το ένα πόδι στέκεσαι στην Παρασκευή και το άλλο στο Σάββατο. Με αφορμή το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, άρχισα να ακούω συχνά αυτά τα δύο ονόματα ως καίρια σημεία του ζητήματος. Στο μυαλό μου έφτιαξαν μία λέξη, «Θουλητουβαλού», που ακουγόταν μελωδική στα αυτιά μου. Ψηλά στο Βορρά ο πάγος λιώνει, ανεβαίνει η στάθμη της θάλασσας και επηρεάζει τη χώρα του Νότου. Θυμήθηκα έτσι από το μάθημα της φυσικής τα συγκοινωνούντα δοχεία. Παράλληλα, ήθελα να παρατηρήσω μία κατάσταση και πώς τη βιώνουν οι άνθρωποι που ζουν εκεί. Δυστυχώς ο τυφώνας που έπληξε προ ημερών το Βανουάτου χτύπησε και το Τουβαλού, οπότε η κατάσταση εκεί άλλαξε γρήγορα και δεν μπορώ να μάθω αυτή τι στιγμή τι συμβαίνει. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι έχει επηρεαστεί η τοπική κοινότητα, υπάρχει έλλειψη πόσιμου νερού, τροφής και φαρμάκων». Γυρίζοντας την ταινία, ο σκηνοθέτης παρατήρησε πώς αντιδρούν οι άνθρωποι όταν αντιμετωπίζουν μία δύσκολη μακροχρόνια κατάσταση. Ο ίδιος επισήμανε: «Δεν γίνεται κάθε πρωί να ξυπνάς και να σκέφτεσαι ότι ζεις σε έναν κόσμο χωρίς μέλλον, γι’ αυτό μαθαίνεις να γίνεσαι λίγο αδιάφορος. Στην ταινία οι άνθρωποι προσπαθούν να αγνοήσουν τα προβλήματα και να συνεχίσουν τη ζωή τους, να έχουν ένα λόγο για να σηκωθούν το πρωί από το κρεβάτι. Είναι μία συνεχής αντίθεση αυτό που βιώνουν. Δεν είχα το δικαίωμα να τους αναγκάσω να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που προσπαθούν να αγνοήσουν».
 
Ο Αντρέ Αντρέεφ, μέλος του σκηνοθετικού διδύμου των Dresscode μαζί με τον Νταν Κόβερτ, έδωσε το παρών στη συνέντευξη Τύπου για να μιλήσει για το ντοκιμαντέρ Φλόγα. Η ταινία μας ταξιδεύει στις αρχές του 2013, όταν τη Βουλγαρία κατέκλυσε ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυριών για την οικονομία. Στις διαδηλώσεις παρουσιάστηκε ένα φαινόμενο ως τότε άγνωστο στη βουλγαρική ιστορία: τουλάχιστον επτά Βούλγαροι πολίτες αυτοπυρπολήθηκαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Πλάμεν Γκοράνωφ,  οικοδόμος και καλλιτέχνης από τη Βάρνα. Μιλώντας για τον ήρωα, ο κ. Αντρέεφ εξήγησε: «Ο Πλάμεν, ο κεντρικός ήρωας, ήταν ένας από τους χιλιάδες ανθρώπους που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Βλέποντας ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και πήρε μέρος σε μία διαμαρτυρία, έξω από το γραφείο του δημάρχου κρατώντας πλακάτ που έγραφε ‘’αν δεν παραιτηθείς ως το απόγευμα θα αυτοπυρποληθώ’’. Στη Βάρνα, ο δήμαρχος κατείχε το αξίωμα για 15 χρόνια. Κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μονοπώλιο με ανθρώπους που έκαναν επιχειρήσεις με την άδειά του. Αυτό οδήγησε σε  στασιμότητα και απελπισία τους υπόλοιπους, γιατί δεν έβλεπαν διέξοδο». Στην ερώτηση για το αν τελικά άλλαξε κάτι, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Τρεις τέσσερις μέρες αργότερα ο δήμαρχος παραιτήθηκε. Κηρύχθηκε εθνική ημέρα πένθους. Ο δήμαρχος ανέφερε την περίπτωση του Πλάμεν ως έναν από τους λόγους της παραίτησής του. Βέβαια, αν ρωτήσει κανείς τώρα τους πολίτες, θα απαντήσουν ότι ο νέος δήμαρχος είναι ίδιος με τον παλιό. Δεν έχει αλλάξει τίποτα στην ουσία. Στη Βουλγαρία ο ‘’μύθος’’ που συνοδεύει τη χώρα είναι ότι δεν θα γίνει τίποτα έτσι κι αλλιώς, οπότε γιατί να κάνουμε τον κόπο να αλλάξουμε τα πράγματα;».