18ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου - Τομ Φάσερτ (Μια οικογενειακή υπόθεση), Τάι Φλάουερς (Ο χρόνος απλώς περνά), Γκιουνέρ Γιασεμίν Μπαλτσί (Η εμμονή στην παρθενία), Μπελίντα Σμιντ και Ντέιβιντ Κράνστον Γουέλτς

18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –

Εικόνες του 21ου Αιώνα


11-20 Μαρτίου 2016


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ 

ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ / Ο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΛΩΣ ΠΕΡΝΑ /
Η ΕΜΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΙΑ /ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΝΤ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το Σάββατο 12 Μαρτίου 2016, στο πλαίσιο του 18ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Τομ Φάσερτ (Μια οικογενειακή υπόθεση), Τάι Φλάουερς (Ο χρόνος απλώς περνά), Γκιουνέρ Γιασεμίν Μπαλτσί (Η εμμονή στην παρθενία) και Μπελίντα Σμιντ και Ντέιβιντ Κράνστον Γουέλτς (Το βιβλίο του Κόνραντ).

Τον λόγο πήρε αρχικά ο Τομ Φάσερτ, που εξήγησε πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με Μια οικογενειακή υπόθεση, όπως είναι και ο τίτλος της ταινίας του. Στα 30ά του γενέθλια, ο σκηνοθέτης γνώρισε για πρώτη φορά την 95χρονη γιαγιά του, που ζούσε στη Νότια Αφρική. Εκείνη την εποχή, το μόνο που ήξερε για εκείνη είναι οι μύθοι και οι αρνητικές, κυρίως, ιστορίες που του είχε διηγηθεί ο πατέρας του: «Στην οικογένειά μου υπήρχαν πράγματα που δεν συζητούσαμε ποτέ. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου που είναι ψυχολόγος μου είπε ότι θα έβγαινε στη σύνταξη και ήθελε να γράψει τη βιογραφία της μητέρας του. Τότε χτύπησε κάτι σαν καμπανάκι μέσα μου. Ήξερα ότι ήταν προβληματική η ιστορία της οικογένειάς μου. Στην αρχή ήμουν πολύ αφελής, σιγά-σιγά όμως άρχισα να εμβαθύνω. Τελικά, η γιαγιά μου με τράβηξε μέσα στην ιστορία». Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, η γιαγιά του σκηνοθέτη δηλώνει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ότι είναι… ερωτευμένη μαζί του. Αναφερόμενος στη σχέση του με εκείνη, ο σκηνοθέτης επισήμανε: «Η γιαγιά μου είναι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος κι αυτό δεν το είχα αντιληφθεί από την αρχή. Ήταν μία ντίβα, μία γυναίκα που της άρεσε να ντύνεται ωραία και να βγαίνει. Πολύ σύντομα αυτή άρχισε να με βλέπει σαν άντρα και όχι σαν μέλος της οικογένειάς της. Αυτό συνέβη μάλιστα μπροστά στην κάμερα, γεγονός που σε κάνει να σκεφτείς ποια ήταν η εμπλοκή του φακού. Δεν μπορούσα όμως πλέον να γυρίσω πίσω. Μπορούσα να της πω ότι είναι τρελή ή να το δω ως μία στιγμή ευαισθησίας, μία στιγμή αλήθειας. Με συνεπήραν τα λόγια της και ένιωσα ότι ενστικτωδώς συνδεόταν με αυτά που ήθελα να πω. Η σχέση μου με τη γιαγιά μου τελικά αποτέλεσε πολύ σημαντικό κομμάτι της ταινίας, περνώντας από την αγάπη μέχρι και τη σύγκρουση. Στο τέλος της ταινίας, βλέπουμε ότι υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ μας και καμία κατανόηση».

Στην ταινία Ο χρόνος απλώς περνά του Τάι Φλάουερς ήρωας είναι ο Τζέιμς Τζόζεφ Ρίτσαρντσον,  ένας Αφροαμερικανός που  καταδικάστηκε αδίκως για τον θάνατο από δηλητηρίαση των επτά παιδιών του το 1967, πέρασε 21 χρόνια στη φυλακή και μετά την αθώωσή του, έγινε  εμβληματική μορφή του Κινήματος της Αθωότητας (Innocence Movement). Τα τελευταία 26 χρόνια, καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες να δικαιωθεί από την Πολιτεία της Φλόριντα. Αναφερόμενος στον τρόπο που ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με το κράτος διεκδικώντας αποζημίωση, ο σκηνοθέτης παρατήρησε: «Ο καθένας μπορεί να έρθει σε κόντρα με το σύστημα. Το θέμα είναι ποιες μεθόδους θα εφαρμόσει για να το κάνει με επιτυχία. Στην ταινία μου, οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Τζέιμς διεκδικώντας την αποζημίωσή του έρχονται σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ότι όποιος αδικείται πρέπει να αποζημιώνεται. Επιπλέον, η νομοθεσία είναι διαφορετική από πολιτεία σε πολιτεία. Για διάφορους νομικούς λόγους, ο Τζέιμς δεν καλυπτόταν από τη νομοθεσία αυτή». Η καταδίκη του ήρωα ήταν εν μέρει ρατσιστική. «Παραδόξως, το θέμα του ρατσισμού είναι πιο σοβαρό σήμερα από τη δεκαετία του ΄60», παρατήρησε ο κ. Φλάουερς και πρόσθεσε: «Παλαιότερα ο ρατσισμός επικεντρωνόταν στο Νότο. Ο Τζέιμς, πάντως, δεν πρόβαλε την ιστορία του ως ρατσιστική καταδίκη. Ερευνώντας όμως την υπόθεση, ανακάλυψα τη διαφορετική μεταχείριση. Γενικά, οι Αφροαμερικανοί τυγχάνουν φρικτής αντιμετώπισης από την αστυνομία. Αστυνομικοί σε πυροβολούν στο δρόμο χωρίς δεύτερη σκέψη και μετά ζητούν απλώς συγγνώμη». Σχολιάζοντας την πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ ενόψει των εκλογών, ο Τάι Φλάουερς επισήμανε: «Δεν είναι σαφές προς το πού θα γείρει η πλάστιγγα. Το μόνο που αντιλαμβάνομαι είναι ότι η ύπαρξη του διαδικτύου θα παίξει σημαντικό ρόλο. Η δύναμή του είναι τεράστια. Μπορεί να πείσει τεράστιες ομάδες ανθρώπων υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης. Ωστόσο δεν είμαι αισιόδοξος. Πιστεύω ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί την επόμενη 15ετία. Το σύστημα ελέγχεται από πάμπλουτους παίκτες που θα προσπαθήσουν να διαιωνίσουν την ισχύ τους». 

Με την καταπίεση των δικαιωμάτων των γυναικών καθώς και τη δαιμονοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας από τα μουσουλμανικά πιστεύω, καταπιάνεται η Γκιουνέρ Γιασεμίν Μπαλτσί στην ταινία Η εμμονή στην παρθενία. Αναφερόμενη στο εγχείρημά της, η σκηνοθέτιδα εξήγησε: «Για μένα ήταν σημαντικό να διερευνήσω τα προβλήματα των μουσουλμάνων που ζουν στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γερμανία, από τη στιγμή που συνήθως ως προς αυτό το θέμα σκεφτόμαστε χώρες όπως το Αφγανιστάν ή το Ιράν. Μεγάλωσα σε μία γειτονιά όπου τη δεκαετία του ‘90 είχαμε οικογένειες παλαιστινίων που ήρθαν ως πρόσφυγες κι αυτό άλλαξε τη ζωή μας με την πάροδο των ετών. Έφεραν μαζί τους διαφορετικές απόψεις για το Ισλάμ και τα ηθικά του πρότυπα κι αυτό επηρέασε και τη δική μου ζωή. Πλέον, δεν θεωρούνταν φυσιολογικό για τα κορίτσια να έχουν σύντροφο, να βγαίνουν όποτε θέλουν. Σήμερα η κατάσταση έχει χειροτερέψει πολύ. Αυτό που βλέπω να συμβαίνει και που το δείχνουν και οι στατιστικές, είναι ότι υπάρχει μία πολύ συντηρητική ερμηνεία του Ισλάμ που αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για τον κόσμο και αλλάζει την καθημερινή ζωή, το σχολείο, την εργασία. Δούλεψα με νεαρά παιδιά από μουσουλμανικές οικογένειες, κορίτσια από αραβικές χώρες που δεν τους επιτρέπεται ούτε καν να διαλέξουν το σύζυγό τους». Η σκηνοθέτιδα επενδύει τις ελπίδες της στη νέα γενιά: «Πιστεύω ότι οι νέοι θα τα αλλάξουν αυτά. Όμως για να γίνει αυτό πρέπει να προηγηθούν άλλα, να γίνει καταρχήν μία ανοιχτή συζήτηση ειδικά με τους νεαρούς άντρες. Και γι’ αυτούς είναι κάτι επαναστατικό να θελήσουν να αποχωριστούν αυτά τα ηθικά πρότυπα και την εικόνα του τι σημαίνει να είσαι άντρας. Ο άντρας στο Ισλάμ έπρεπε να φροντίζει την παρθενία όλων των γυναικών της οικογένειας. Αν θέλουμε να αλλάξει αυτή η άποψη, πρέπει να δουλέψουμε πολύ προς αυτήν την κατεύθυνση».

Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, η ταινία Το βιβλίο του Κόνραντ  των Μπελίντα Σμιντ και Ντέιβιντ Κράνστον Γουέλτς έχει ως πρωταγωνιστή τον Σι Έι Κόνραντ, έναν εκκεντρικό  και διάσημο ποιητή, που προσπαθεί να ξεπεράσει τον θάνατο του ερωτικού του συντρόφου. Αναφερόμενος στον ιδιαίτερο αυτό ήρωα, ο Ντέιβιντ Κράνστον Γουέλτς είπε: «Τον συναντήσαμε τυχαία. Ζούμε στη Νέα Υόρκη, όπου γίνονται μεγάλοι εορτασμοί την Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ο Κόνραντ συμμετείχε σε έναν 12ωρο μαραθώνιο ποίησης, όπου παρευρεθήκαμε. Εκεί παρατηρήσαμε ότι είναι εξαιρετικός χαρακτήρας, με ιδιαίτερη φωνή, η ποίησή του είναι λιτή, επικεντρώνεται στη ζωή του και τη σχέση του με τη μητέρα του. Διερευνώντας τον, ανακαλύψαμε ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Είχε ζήσει πολύ δυσάρεστες, θλιβερές εμπειρίες. Είχαν πεθάνει τρεις σύντροφοί του, μάλιστα ένας από αυτούς είχε δολοφονηθεί. Ένα μεγάλο μέρος του έργου του αφορούσε τη συμφιλίωσή του με τον πόνο».«Αυτό που μας έλκυσε περισσότερο στον Κόνραντ ήταν κάτι που εκφραζόταν στην ποίησή του, η σχέση του με τη μητέρα του, που ήταν ένας μάλλον τρελός αλλά ισχυρός χαρακτήρας. Ο αρχικός μας στόχος ήταν να διερευνήσουμε τη σχέση τους», πρόσθεσε η Μπελίντα Σμιντ. Μιλώντας για τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες αναφορικά με το θέμα των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων στις ΗΠΑ, η σκηνοθέτιδα παρατήρησε: «Από τότε που ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, έχει νομιμοποιηθεί ο γάμος ομοφυλοφίλων στις περισσότερες πολιτείες. Η αλλαγή νομοθεσίας θα βελτιώσει περαιτέρω την κατάσταση, αν και μεγάλο μέρος του πληθυσμού διατηρεί διαφορετική στάση». Από την πλευρά του, ο Ντέιβιντ Κράνστον Γουέλτς παρατήρησε ότι «κάποιες τάσεις δεν εξαλείφονται γρήγορα», προσθέτοντας: «Ο πατέρας του ήρωα λέει σε κάποια στιγμή ‘’καλύτερα να πεθάνει ο γιος μου παρά να παντρευτεί’’. Η στάση των Αμερικανών στο θέμα αυτό φαίνεται και από την προτίμησή τους στον Ντόναλντ Τραμπ».