18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα
11-20 Μαρτίου 2016
MASTERCLASS ΓΙΟΝ ΜΠΑΝΓΚ ΚΑΡΛΣΕΝ
Εικόνες του 21ου Αιώνα
11-20 Μαρτίου 2016
MASTERCLASS ΓΙΟΝ ΜΠΑΝΓΚ ΚΑΡΛΣΕΝ
Για την ιδιαίτερη κινηματογραφική του μέθοδο που σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την πραγματικότητα στις ταινίες του και για τη no man’s land μεταξύ ντοκιμαντέρ και πραγματικότητας, στην οποία θεωρεί ο ίδιος ότι βρίσκεται, μίλησε ο Δανός σκηνοθέτης Γιον Μπανγκ Κάρλσεν στο masterclass τίτλο «Επινοώντας την πραγματικότητα», που έδωσε την Τρίτη 15 Μαρτίου 2016 στην αίθουσα Παύλος Ζάννας. Το masterclass πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος που παρουσιάζει το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στο έργο του Κάρλσεν.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο Δημήτρης Κερκινός που συντόνισε το αφιέρωμα, έδωσε εν συντομία το στίγμα για το έργο του κινηματογραφιστή, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Πρόκειται για έναν από τους πιο καινοτόμους Δανούς δημιουργούς, με σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική σκηνή της χώρας του από τη δεκαετία του ’80, με πάνω από 40 ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας. Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι το υβριδικό του στυλ, που θολώνει τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Πεποίθησή του Κάρλσεν είναι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα και ότι η παρουσία κάμερας επηρεάζει τα γεγονότα. Οι ταινίες του δεν εκφράζουν τόσο την αλήθεια , όσο τον τρόπο που ο ίδιος βλέπει τον κόσμο».
Παίρνοντας τον λόγο, ο Γιον Μπανγκ Κάρλσεν ευχαρίστησε τους διοργανωτές που τον προσκάλεσαν στο 18ο ΦΝΘ και τόνισε: «Έχω μία ιδιαίτερη προσέγγιση στο ντοκιμαντέρ. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το είδος αυτό. Όταν αποφοίτησα από τη Σχολή Κινηματογράφου, πριν από περίπου… εκατό χρόνια, θέλησα να γυρίσω μία ταινία για τη γαλήνη της ζωής στην ύπαιθρο και ξεκίνησα την έρευνα για την ιστορία που είχα επιλέξει. Όταν κάθισα να καταγράψω τα θραύσματα της πραγματικότητας που επιχειρούσα να απεικονίσω, τα απέδωσα με ελεύθερους συνειρμούς, όμως όταν πήγαμε για τα γυρίσματα ένιωσα ότι κατέστρεψα την ομορφιά της ζωής της πρωταγωνίστριάς μου. Συνειδητοποίησα ότι ο μόνος τρόπος για να απεικονίσω την ιστορία ήταν μια ανακατασκευή της πραγματικότητας. Κυρίως προείχε η ανάγκη να προσεγγίσω με τη μεγαλύτερη εντιμότητα και δυνατή ακρίβεια την πραγματικότητα της ηρωίδας. Εξαρχής, αυτό που μου είχαν μάθει οι δάσκαλοι είναι ότι τα ντοκιμαντέρ σχετίζονται με την αλήθεια, πρέπει δηλαδή να παρακολουθείς τη ζωή με την κάμερα και να δείχνεις την αλήθεια. Αυτό δεν είχε άμεση σχέση με τις ιστορίες που ήθελα εγώ να κάνω. Κι επειδή κάνω και μυθοπλασία, δεν βλέπω μεγάλη διαφορά με τις ταινίες τεκμηρίωσης. Τα ντοκιμαντέρ που κάνω, θεωρώ ότι θυμίζουν τον τρόπο που ζωγραφίζει κανείς τοπία. Δεν θέλω να γυρίζω μέσα σε στούντιο, αλλά να βρίσκω έξω θραύσματα της πραγματικότητας και να τα χρησιμοποιώ στην αφήγηση».
Στη συνέχεια, προβλήθηκε απόσπασμα από την ταινία του Before the Guests Arrive (1986), για την οποία ο δημιουργός εξήγησε, μεταξύ άλλων: «Πριν κάνω μία ταινία καταγράφω τα πάντα, κάνω διεξοδική έρευνα. Προτού λοιπόν ξεκινήσω τα γυρίσματα ξέρω τι θα ειπωθεί, κάνω πρόχειρα γυρίσματα σκηνών που δεν χρησιμοποιώ υποχρεωτικά στη συνέχεια. Είναι όλα προγραμματισμένα, οργανωμένα. Η ταινία λοιπόν αυτή, που έγινε πριν πολλά χρόνια, είναι χαρακτηριστική του στυλ μου, του σκηνοθετημένου ντοκιμαντέρ».
Κάτι που του αρέσει να κάνει διαρκώς, όπως είπε ο ίδιος ο δημιουργός, είτε στα γυρίσματα είτε εκτός γυρισμάτων, είναι να φιλοσοφεί για την πραγματικότητα αλλά και για τη φύση της πραγματικότητας στο ντοκιμαντέρ. Ο ίδιος ανέφερε σχετικά: «Φιλοσοφώ διαρκώς, ακόμη κι αυτή τη στιγμή που καθόμαστε εδώ, δεν έχω ιδέα πώς με βλέπετε. Μπορεί να με βλέπετε ως έναν τρελόγερο ή μια ιδιοφυία. Θεωρώ ότι όλοι οι κινηματογραφιστές πρέπει να είμαστε έντιμοι για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Όλοι επινοούμε την πραγματικότητά μας. Ότι υπάρχουν σήμερα νεκροί κι ότι υπάρχουν τόσοι χιλιάδες πρόσφυγες είναι πραγματικότητα, αλλά είναι αριθμητική πραγματικότητα: το πώς γίνεται αντιληπτή είναι διαφορετικό για τον καθένα μας. Πιστεύω ότι πρέπει να ορίσουμε την αλήθεια στο ντοκιμαντέρ ώστε να μην αποκλείεται το ψέμα. Κυρίως έχει σημασία να είμαι έντιμος στην κοσμοαντίληψή μου».
Σε ερώτηση από το κοινό σχετικά με το αν υπάρχει μη σκηνοθετημένο ντοκιμαντέρ, ο Δανός σκηνοθέτης απάντησε: «Δεν είμαι δημοσιογράφος, δεν φτιάχνω ταινίες για να σώσω τον κόσμο. Απλώς προσπαθώ να ερμηνεύσω τον κόσμο όπως τον βλέπω. Αυτές τις βλακείες περί αντικειμενικότητας από όλους αυτούς που στέκονται μπροστά σε χάρτες της Ευρώπης και νομίζουν ότι λένε την αλήθεια, θέλησα να τις καταρρίψω. Πιστεύω ότι οι δημοσιογράφοι είναι σαν ποιητές, λένε την δική τους ιστορία. Τελικά όλα είναι μυθοπλασία».
Τον Κάρλσεν απασχολεί ιδιαίτερα το πέρασμα του χρόνου και οι επιπτώσεις του στο κινηματογραφικό έργο. Ο ίδιος επισήμανε: «Ξεκίνησα στα 20 μου χρόνια, τώρα είμαι 65. Ο πατέρας μου ήταν γλύπτης και τον φοβόμουν λίγο. Στο στούντιο ακουγόταν συχνά κάτι σαν έκρηξη και τότε η μητέρα μου έλεγε ‘’ωχ, το ξανάκανε’’. Τι έκανε; Έπαιρνε τα γλυπτά του και τα έσπαζε, τα διέλυε. Εγώ αναρωτιόμουν γιατί δεν τα πουλούσε για να πάρουμε χρήματα. Η μητέρα μου για να μου εξηγήσει, έλεγε ότι μερικές φορές παγιδεύεσαι στη μορφή που έχεις δημιουργήσει. Τώρα πλέον το καταλαβαίνω αυτό. Καθώς στη δουλειά μου συνήθισα να χρησιμοποιώ και ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς, κάποια στιγμή ένιωσα παγιδευμένος σε αυτή τη φόρμα. Είχα μεγαλώσει κι ένιωθα ότι έπρεπε να βρω μία νέα φόρμα, στην οποία θα μπορούσα να περιλάβω όλες τις αμφιβολίες που είχα για τη ζωή».
Το επόμενο απόσπασμα που προβλήθηκε ήταν από την ταινία How to Invent Reality (1996), η οποία βρισκόταν τελικά πιο κοντά σε αυτήν την αλλαγή που ήθελε να κάνει, όπως εξήγησε ο Γιον Μπανγκ Κάρλσεν. «Πέρασα την κρίσιμη ηλικία και ως γιος γλύπτη με απασχόλησε το εξής ερώτημα: όταν πλησιάζεις τα 50 αν έχει στεγνώσει ο πηλός, αν έχεις ξοφλήσει ή αν μπορείς να αλλάξεις ριζικά, αν θα σε καταλάβουν οι άλλοι. Ξεκίνησα λοιπόν να κάνω μία ταινία μυθοπλασίας στη Νότια Αφρική», είπε ο δημιουργός. Και πρόσθεσε, μεταξύ άλλων: «Κάποιος που συνάντησα εκεί μου είπε ότι υπάρχει η κουλτούρα των Αφρικάνερ, κάτι που δεν γνώριζα, ένας πολιτισμός που δίνει έμφαση στη λειτουργικότητα, την αποτελεσματικότητα και όχι την απόλαυση. Είναι τρία εκατομμύρια οι Αφρικάνερ και μετά την απελευθέρωση του Μαντέλα βρέθηκαν στην αντίθετη θέση, δεν ήξεραν κατά πόσο μπορούν να εμπιστευτούν την αφρικάνικη κουλτούρα. Έμεινα εκεί οκτώ χρόνια και αποτέλεσμα ήταν η ταινία Αddicted to Solitude (1999). Στη Νότια Αφρική, η βασική μου ιδέα, ήταν ότι ενώ είχε αλλάξει το καθεστώς, υπήρχε κοινοβούλιο με μαύρους, παραέξω φαινόταν να μην έχει αλλάξει τίποτα, υπήρχαν ακόμη αγροκτήματα λευκών στα οποία δούλευαν οι μαύροι ως εργάτες. Ήταν σαν να μην είχε αλλάξει ούτε η σκηνή ούτε οι ηθοποιοί. Μου άρεσε αυτό το δραματικό υπόβαθρο, οι άνθρωποι ήταν σε μία κατάσταση εκκρεμότητας, σαν να μην ήξεραν ποιες αποφάσεις να πάρουν. Έκανα μόνος την ταινία για οκτώ μήνες με μια μικρή κάμερα. Συχνά στα γυρίσματα κρατάω σημειώσεις, γράφω δοκίμια και νιώθω ότι αναμιγνύεται το ένστικτό μου ως κινηματογραφιστή και συγγραφέα. Δημιουργήθηκε έτσι μία νέα φόρμα που εκείνη την περίοδο μου άρεσε».
Σε ερώτηση σχετικά με το αν χρειάζεται κάποιες φορές να σκηνοθετεί ξανά την πραγματικότητα, ο Δανός κινηματογραφιστής απάντησε: «Για μένα το μόνο σημαντικό είναι να είναι κανείς ειλικρινής όταν αφηγείται μία ιστορία. Στην αρχή της καριέρας μου προσπαθούσα να είμαι πολύ ακριβής στις καλλιτεχνικές μου επιλογές και δεχόμουν αρνητική κριτική γι’ αυτό. Αργότερα έγινα περισσότερο ευάλωτος γιατί έκανα τον εαυτό μου κομμάτι της ταινίας, χρησιμοποιούσα τον εαυτό μου ως κομμάτι της μυθοπλασίας. Νιώθω συχνά να βρίσκομαι σε ένα no man’s land γιατί δεν κάνω ούτε μυθοπλασία ούτε ντοκιμαντέρ. Στην τελευταία μου ταινία Deja vu (2015), κατάλαβα ότι όλα τα έργα μου ήταν έργα ζωγραφικής που αν τα έβαζα στο πάτωμα και τα έβλεπα από ψηλά θα διαπίστωνα ότι όλα είναι κομμάτια ενός μεγαλύτερου παζλ, ενός πίνακα που φτιάχνουν όλα τα κομμάτια μαζί».