ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ Α. ΠΑΝΤΑΖΟΥΔΗΣ, Μ.ΠΑΡΑΣΧΗ, Α.ΚΟΡΤΩ
Συνέντευξη τύπου παρέθεσαν τη Δευτέρα, 22 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του 45ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες των ταινιών «Μη φεύγεις», Αλέξανδρος Πανταζούδης και «Ιερός Βράχος», Μυρτώ Παράσχη. Εκπροσωπώντας την ταινία «Τεστοστερόνη» στο πάνελ της συνέντευξης συμμετείχε ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ, σεναριογράφος και συνθέτης της μουσικής της ταινίας.
Ο Αλέξανδρος Πανταζούδης πήρε πρώτος τον λόγο αναφερόμενος στην παραγωγή της ταινίας του: «Μολονότι ξέραμε πόσο δύσκολο είναι για τους νέους ανθρώπους να κάνουν κινηματογράφο –ειδικά στην Ελλάδα-, ανταποκριθήκαμε στην πρόκληση. Επρεπε να φτιάξουμε κάτι μόνοι μας, χωρίς οικονομική στήριξη και με ελάχιστα μέσα. Ωστόσο, η νέα τεχνολογία βοηθά σε αυτό, είναι φτηνή και εύχρηστη. Ετσι το «Μη φεύγεις» γυρίστηκε σε ψηφιακό βίντεο και κόστισε 3000 ευρώ, είναι τελικά η φτηνότερη παραγωγή του Φεστιβάλ. Με την επιμονή όλων, με ατέλειωτες πρόβες και πολλά όνειρα φτιάξαμε, λοιπόν, μια ταινία που μιλάει για νέους και προέρχεται από νέους, πράγμα σπάνιο. Στην συνέχεια ο Λάκης Λαζόπουλος είδε τη δουλειά και αποφάσισε να την υποστηρίξει, γεγονός που μας διευκόλυνε απίστευτα. Ημασταν τυχεροί, μια ομάδα φοιτητών –οι περισσότεροι ακόμα σπούδαζαν τότε- που κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Γι’ αυτό θέλω να πω στους νέους που δεν έχουν κινηματογραφική εμπειρία –ο ίδιος προέρχομαι από το χώρο της δημοσιογραφίας- να τολμήσουν».
Ο σκηνοθέτης, απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με το πόσο είναι καθημερινά πρόσωπα οι ήρωές του, κι αν η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε από πραγματικά γεγονότα απάντησε: «Ηταν όλοι τύποι οικείοι σε εμάς. Λίγο πολύ όσα διαδραματίζονται στην ταινία θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε όλους μας. Βεβαίως τα παιδιά που σπουδάζουν ζώντας στις Φοιτητικές Εστίες είναι λίγο χαμηλότερα οικονομικά από τους μέσους φοιτητές, χωρίς αυτό να αλλάζει τα πράγματα».
Ο Αύγουστος Κορτώ αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας του Γ. Πανουσόπουλου. « Η ιδέα γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια μεσα από μια συζήτηση που είχαμε με τον Γιώργο Πανουσόπουλο. Αναρωτηθήκαμε πόσο ενδιαφέρον θα ήταν για έναν άντρα να γίνει, αίφνης, το αντικείμενο των ερωτικών επιθυμιών όλων των γυναικών που συναντά... Στην αρχή έμοιαζε τέλειο, όσο το συζητούσαμε γινόταν τρομακτικό. Ετσι αποφασίσαμε ότι αυτό θα ήταν ένα ωραίο θέμα για να το κάνουμε ταινία».
Οντας ταυτόχρονα συνθέτης της μουσικής της ταινίας, ο συγγραφέας αναφέρθηκε σε αυτήν και τον τρόπο που δημιουργήθηκε: «Με την μουσική ασχολούμαι από μικρός. Θαυμαστής του Μάνου Χατζιδάκι, όπως κι όλοι στο σπίτι μου, άρχισα να παίζω στο πιάνο δικά του τραγούδια. Ετσι, όταν πολλά χρόνια αργότερα ο Γιώργος Πανουσόπουλος μου ζήτησε να γράψω και την μουσική της ταινίας φοβήθηκα, γιατί ήξερα ότι στην πρώτη του ταινία την μουσική είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις. Ξεκίνησα λοιπόν και δούλεψα στη συνέχεια με μεγάλο σεβασμό. Η μουσική βασίζεται στο μουσικό θέμα που δημιουργήθηκεμέσα μου όσο έγραφα το σενάριο. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε και το τραγούδι «Γυναίκες τρελές, πάψτε να με αγαπάτε» που ακούγεται στο τέλος».
Στην ερώτηση σχετικά με το αν η ταινία απευθύνεται ιδιαίτερα σε άντρες ή σε γυναίκες, απάντησε: « Δεν νομίζω ότι υπάρχουν ταινίες που απευθύνονται ιδιαίτερα σε άντρες ή γυναίκες. Το σενάριο γράφτηκε καταρχήν για να αρέσει σε μένα, τον Γ. Πανουσόπουλο και την παραγωγή. Καθώς όμως η εταιρία παραγωγής Graal μοιάζει με ένα μεγάλο, δυναμικό γυναικονίτη πιστεύω ότι η εμπιστοσύνη τους αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για μια σεξιστική ταινία».
Μιλώντας για την ταινία της η Μυρτώ Παράσχη, και για τον λόγο που επέλεξε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την Ακρόπολη είπε: « Στην πραγματικότητα δεν επέλεξα εγώ το θέμα, αλλά μάλλον αυτό εμένα. Μου ανέθεσαν να κάνω μια ταινία για την Ακρόπολη και τις αναστηλωτικές εργασίες που γίνονταν εκεί. Ετσι βρέθηκα κάπως περιορισμένη μεταξύ ενός προϋπάρχοντος κειμένου και των εργασιών αποκατάστασης. Καταρχήν σκοπός μου ήταν να δημιουργηθεί μία ταινία, την οποία θα μπορούσε να παρακολουθήσει εύκολα ακόμα κι ο θεατής που δεν είναι εξοικειωμένος με το μνημείο και την ιστορία του. Εκανα τα γυρίσματα ακολουθώντας την χρονολογική τους σειρά κι έτσι υπάρχει ένα είδος ετήσιου ημερολογίου των τεχνικών εργασιών. Βεβαίως στη συνέχεια, ο ίδιος ο χώρος με την ιδιαίτερη ενέργεια που διαθέτει, έβαλε τη σφραγίδα του».
Απαντώντας στην ερώτηση σχετικά με το αν η Ακρόπολη είναι για τη σκηνοθέτη ένας ιερός χώρος, όπως δηλώνει και ο τίτλος της ταινίας, απάντησε: «Απολύτως, όπως συμβαίνει με κάθε τόπο που υπήρξε λατρευτικός, ακόμα κι αν αυτό συνέβη στο μακρινό παρελθόν του. Ειδικά για την Ακρόπολη πιστεύω ότι είναι ένας χώρος ιδιαίτερα ενεργειακός. Οταν βρεθήκαμε εκεί, κι ακόμα πιο πολύ τα βράδια, όλοι αισθανθήκαμε ότι κάτι άλλαζε μέσα μας. Τη νύχτα στην Ακρόπολη νιώθει κανείς κάτι περισσότερο από το σεβασμό του για τα μάρμαρα. Είναι μαγικό. Ένα θαύμα που δεν εκφράζει αποκλειστικά έναν πολιτισμό, τον ελληνικό. Ανήκει σε όλον τον πλανήτη».